Σάββατο 17 Νοεμβρίου 2012

«ΕΔΩ, ΚΑΠΟΤΕ, ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ»

Γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος

Σχεδόν 40 χρόνια

Τους έδωσαν ξανά τα λερωμένα ρούχα. Τις στρατιωτικές χλαίνες δεν δυσκολεύτηκαν να τις προμηθευτούν. Πωλούνται στα καταστήματα της οδού Αποστόλου Παύλου έναντι χαμηλού αντιτίμου. Συγκεντρώθηκαν πρωί 17ης Νοεμβρίου στην Πατησίων, στο ύψος του Πολυτεχνείου. Πολλοί ήταν εκείνοι που συγκινήθηκαν αντικρίζοντας τους παλιούς συμφοιτητές. Αγκαλιάστηκαν, είπαν τα νέα τους, μίλησαν για τις γυναίκες και τα όνειρά τους που γέρασαν, θυμήθηκαν εκείνους που είχαν φύγει χρόνια από άγριες αρρώστιες. Σώπασαν για μια στιγμή. Κάποιοι γελούσαν αμήχανα, καθώς εκείνοι που διακόπτουν με τρόπο απρόσμενο τη μονοτονία της καθημερινότητας. 


Αργά το πρωί, εισήλθαν με τιμές μες στον προαύλιο χώρο. Άφησαν ένα λουλούδι πλάι στην υπερμεγέθη προτομή, άγγιξαν τη ματωμένη σημαία, θυμήθηκαν εκείνο το βράδυ που σήκωσαν όλο τον τόπο πάνω στους ώμους τους. Καθώς έμπαιναν στο αμφιθέατρο πολλοί συγκινήθηκαν. Στα έδρανα γύρευαν κάτι χαράγματα που είχαν κάνει τις ώρες των σπουδαίων, νεανικών ονειροπολήσεων. Εκείνη η κοπέλλα που εξέπεμπε με αγωνία από το εσωτερικό κάποιας αίθουσας κατέφτασε αργοπορημένη. Ήταν πια μια πετυχημένη πολιτικός επιστήμονας, είχε διατελέσει σε υπουργικούς θώκους, είχε αναλάβει αξιώματα σπουδαία μες στους κομματικούς σχηματισμούς της αριστερής παράταξης, τώρα εκτελούσε χρέη ευρωπαϊκής επιτρόπου. Έξω στο δρόμο το πλήθος συνέρρεε. Ηλικιωμένοι, παιδιά που είχαν ονειρευτεί εκείνα τα χρόνια, μανάδες που έχουν χάσει τα παιδιά τους  κρατούσαν μικρές, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, σαν εκείνες που αφήνουν οι συγγενείς στα μνήματα των επαρχιακών κοιμητηρίων. Έπειτα από λίγο η πορεία ξεκίνησε αργά, βουβά, ένα ανθρώπινο ποτάμι που τραβά κατά τα πίσω χρόνια. Οι σπουδαίοι καλεσμένοι παρέμειναν μες στο αμφιθέατρο. Κάποιοι αποχώρησαν, άλλοι αποκοιμήθηκαν στις πάνω κερκίδες. Εκείνοι που παρέμεναν ζωντανοί ακόμα συλλογίστηκαν τους δύσκολους χειμώνες, πήραν να κλαίνε, οι μνήμες επέστρεφαν σαν αρρώστιες που είχαν ιαθεί επιπόλαια και τώρα ορμούσαν πιο άγριες από ποτέ και θέριζαν. Στήσαν ξανά τον παλιό, φθαρμένο πομπό. Το σήμα του ήταν πια ασθενές, μα έφτανε ίσαμε την άκρη της πόλης. 

«Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο», δοκίμαζε η επίτροπος από τον αυτοσχέδιο πομπό. Η φωνή της εξαντλούταν μες στο χώρο της πολυτεχνικής σχολής. «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο», δοκίμαζε και απελπιζόταν η μεσήλικη πια γυναίκα που κανείς δεν θα απαντούσε. Μονάχα κάτι άνθρωποι με σταχτιά πρόσωπα και χώματα στα στόματά τους στέκονταν έξω στα κιγκλιδώματα. Κανείς δεν τους είχε δει ξανά και όλοι απορούσαν για την παράδοξη αμφίεσή τους. Κάτι πλαστικά κοστούμια, φορέματα ίσαμε το γόνατο με κάτασπρα λουλούδια χαμηλά στα τελειώματα και όλος ο τόπος να μυρίζει λιβάνι και ταγγισμένο λάδι.
 Όσοι απέμειναν στο αμφιθέατρο, κάλεσαν σε προσκλητήριο τους απόντες. Στάθηκαν προσοχή, κάποιος διάβαζε τα ονόματα και οι υπόλοιποι ψέλλιζαν «παρών» και χειροκροτούσαν εντατικά και έσφιγγαν τα πρόσωπά τους. Ακόμη και εκείνοι που βρίσκονταν στο χώρο, φώναζαν «παρών» για τον εαυτό τους, σαν τάχα να ήταν σκοτωμένοι ή να είχαν χαθεί μες στα χρόνια που ξοδεύτηκαν. Η επίτροπος κραύγαζε απελπισμένη «Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο» και γαντζωνόνταν από τους τοίχους και απελπιζόταν που το σήμα κατέστη έτσι, ασθενές, που καταστράφηκε ο πομπός από την πολυκαιρία και τις λανθασμένες εκπομπές. Αργά το απόγευμα οι τελευταίοι αποχώρησαν. Επέστρεψαν το ρουχισμό και χάρισαν τα αμπέχονα στους νεαρούς τοξικομανείς που γυρόφερναν σαν τσακάλια το χώρο του Πολυτεχνείου, ανάμεσα σε εκθέματα αρχαιοπρεπή, μουσειακά και σε φτηνά αναψυκτήρια που λειτουργούν μονάχα τα καλοκαίρια. Η γυναίκα εξέπεμπε πια ολότελα παραδομένη στην απελπισία της. Ένα παιδί από εκείνα που σκάβουν μια θέση μες στο θάνατο και είναι τα ρούχα τους «σκονισμένα» και παλιά, την πλησίασε. Εκείνη σάστισε που βρέθηκε κοντά σε ένα τέτοιο αγόρι. Έπειτα παρατήρησε την ομορφιά του, θυμήθηκε τις παλιές προοπτικές. «Τώρα είναι μάταιο. Το σήμα ετούτο είναι εξαιρετικά ασθενές», είπε το παιδί χαμηλόφωνα.
Η επίτροπος εξήλθε του χώρου. Έξω η πόλη βάδιζε με όλο της το πλήθος φορτωμένο στους ώμους. Οι έμποροι πουλούσαν λογής πράγματα εμπρός από το κτίριο της σχολής και οι πιο επιτήδειοι συνέλεγαν τα ριγμένα στο μνημείο λουλούδια για να τα πουλήσουν σε ερωτευμένους και σεμνές κυρίες της Κυριακής. Κάθε τόσο μια συλλαβή από το ασθενές σήμα χτυπούσε στα κτίσματα, μερικοί το αντιλαμβάνονταν μα με δυσκολία πια διέκριναν τις φωνές. Η επίτροπος απογοητευμένη αποχώρησε νωρίς το βράδυ για τον ευρωπαϊκό προορισμό της. «Είναι κρίμα», έλεγε και έσφιγγε τις γροθιές της, όπως τότε που ήταν εμπρός της ένας δύσκολος δρόμος. Όμως το σήμα είναι ασθενές. Εκείνα που έγιναν ιστορία, περιβάλλονται πια από υπερβολική φιλολογία. Ετούτη η εποχή επιβάλλει μια υπολογίσιμη απαίτηση ύφους. Ο κόσμος γίνηκε σκίτσα σπουδών ψυχιατρικών. Και όμως είναι κρίμα να λησμονούμε τέτοιες νύχτες, τέτοια κατορθώματα. Τα παιδιά στην Τοσίτσα απαντούν στις επανειλημμένες εκπομπές, μα για άλλους λόγους. «Εδώ κάποτε Πολυτεχνείο, εδώ κάποτε Πολυτεχνείο.» Στα καταφύγια δεν φτάνει σήμα κανένα και εμείς, οι ετούτου του καιρού δέκτες αδύναμοι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου