Από το I cook Greek της 14/7/12
Το να πηγαίνεις στην κηδεία κάποιου που δεν ήξερες εν ζωή είναι πραγματική αγγαρεία. Συνήθως το κάνεις είτε για λόγους κοινωνικού κομφορμισμού (το συχνότερο) είτε γιατί έχεις συναισθηματικό δεσμό με κάποιον από τους πενθούντες συγγενείς (το ευγενέστερο)…
Το να έχει όμως και πολλή ζέστη κατά τη διάρκεια της εξοδίου τελετής, κάνει τα πράγματα αφόρητα, χωρίς διάθεση υπερβολής. Ο πόνος των οικείων μουδιάζει τις αισθήσεις, καθιστώντας τους ανθεκτικούς σε αυτόν τον αρρωστημένο καύσωνα της ρύπανσης και του τσιμέντου. Για όλους τους υπόλοιπους, δεν υπάρχει προστασία καμιά. Απλά λιώνουμε…
Το να πηγαίνεις στην κηδεία κάποιου που δεν ήξερες εν ζωή είναι πραγματική αγγαρεία. Συνήθως το κάνεις είτε για λόγους κοινωνικού κομφορμισμού (το συχνότερο) είτε γιατί έχεις συναισθηματικό δεσμό με κάποιον από τους πενθούντες συγγενείς (το ευγενέστερο)…
Το να έχει όμως και πολλή ζέστη κατά τη διάρκεια της εξοδίου τελετής, κάνει τα πράγματα αφόρητα, χωρίς διάθεση υπερβολής. Ο πόνος των οικείων μουδιάζει τις αισθήσεις, καθιστώντας τους ανθεκτικούς σε αυτόν τον αρρωστημένο καύσωνα της ρύπανσης και του τσιμέντου. Για όλους τους υπόλοιπους, δεν υπάρχει προστασία καμιά. Απλά λιώνουμε…
«Συγγνώμη, αλλά δεν θα μπορέσουμε να προσφέρουμε καφέ»… Κι εκεί που είμαστε στο να φύγουμε, έχοντας αποχαιρετήσει για τελευταία φορά το μακαρίτη και μην έχοντας αποφύγει για χιλιοστή φορά τη στερεοτυπική (πλην απολύτως ορθή) σκέψη ότι «τίποτα δεν είναι η ζωή κτλ.», τότε σκάει η κεραμίδα. Και μένουμε βουβοί κι έκπληκτοι. Έκπληκτοί γιατί δεν θα μπορούσαμε ποτέ να φανταστούμε κηδεία στην Ελλάδα χωρίς ελληνικό μέτριο, παξιμαδάκια, κι εκείνο το χρωματιστό υγρό που παριστάνει το κονιάκ. Βουβοί, γιατί ο άνθρωπος στάθηκε ενώπιόν μας με αξιοπρέπεια και θάρρος για να πει μια κουβέντα πολύ πολύ δύσκολη, που ένιωσε όμως ότι έπρεπε οπωσδήποτε να την πει, από υποχρέωση και σεβασμό σε όλους αυτούς που παρευρέθηκαν στον τελευταίο χαιρετισμό.
Μια τέτοια κουβέντα είναι πολύ πολύ δύσκολη γιατί τα ταφικά έθιμά μας (τα οποία δεν ξέρω αν είναι πανάρχαια, αλλά σίγουρα η απαρχή τους χάνεται πολύ πίσω στο χρόνο) δεν έχουν να κάνουν μόνο με τις θρησκευτικές τελετές και τους στολισμούς με τα λευκά λουλούδια. Εξίσου είναι συνδεδεμένα με το ποτό και το φαγητό, το κοινιάκ την προηγουμένη στο σπίτι που πενθεί, τον καφέ αμέσως μετά την κηδεία, και στο τέλος όλων, την ψαρόσουπα. Μελετημένη πολύ αυτή η πένθιμη βρώση, όχι από κάποιο επιστημονικό κέντρο που ερευνάει την ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά από αμέτρητους απλούς ανθρώπους του λαού που, επί χρόνια ακόμα πιο αμέτρητα, πάσχιζαν να βρουν τρόπους για να καταπραΰνουν τον πόνο της απώλειας, τη στιγμή ακριβώς που μοιάζει αφόρητος. Έψαξαν, δοκίμασαν, και στο τέλος κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι γύρω από τις τελετουργίες του ποτού και του φαγητού φτιάχνεται η μικρή κοινότητα της συμπαράστασης και της παρηγοριάς, ότι με τα σερβιρίσματα και την κουβεντούλα η οικογένεια του μακαρίτη κρατιέται απασχολημένη και δεν αφήνεται να βυθιστεί στην απόγνωση της μοναξιάς, ότι οι προετοιμασίες για την υποδοχή του κόσμου που έρχεται να συλλυπηθεί, οδηγούν τελικά στην εξουθένωση και το λυτρωτικό αποκαμωμένο ύπνο, ο οποίος προφυλάσσει από την αναμέτρηση με το κενό, την πρώτη κιόλας νύχτα που αυτό έχει απλωθεί στα πάντα. Γι’ αυτό λοιπόν ο καφές και το κονιάκ είναι έθιμο ιερό κι απαραβίαστο, εξίσου σημαντικό με τις άλλες τελετουργίες και τους στολισμούς.
Το ότι πια στα ελληνικά νεκροταφεία ακούγεται το «συγγνώμη, αλλά δεν θα μπορέσουμε να προσφέρουμε καφέ», αποτελεί ίσως το έσχατο σημείο εξαθλίωσης της κοινωνίας μας. Είναι το σημείο εκείνο που η οικονομική κρίση μετατρέπεται σε μια μηχανή ταπείνωσης των ανθρώπων και θρυμματισμού του πολιτισμού τους. Όταν μια οικογένεια που δούλεψε σκληρά μια ζωή, και πάλεψε κόντρα σε αντιξοότητες ,και ονειρεύτηκε άλλα, φτάνει να μην μπορεί να προσφέρει το καφεδάκι για τον αγαπημένο που χάθηκε, έχουμε περάσει πια το όριο, κι από εκεί και πέρα μπορεί ο καθένας να κάνει το οτιδήποτε, γιατί πολύ απλά έχει καταλυθεί κάθε σταθερά που διαμόρφωνε το πλαίσιο της κοινωνικής ζωής. Κι ίσως ακόμα πιο εξοργιστική από την απέραντη δυστυχία που έχει φέρει η μνημονιακή διετία, είναι η στάση διαφόρων «ειδημόνων» στις τηλεοράσεις, που δείχνουν με τόσο κραυγαλέο τρόπο να μην καταλαβαίνουν ότι η συζήτηση δεν έχει να κάνει με «οικονομικούς δείκτες», αλλά με ανθρώπους που δεν μπορούν να κηδέψουν τους δικούς τους κατά πώς πρέπει.
Μετά το αρχικό σάστισμα, κινήθηκα προς το γνωστό μου που μόλις μας είχε μιλήσει. Του έσφιξα το χέρι με πολύ σεβασμό, και του είπα ένα «ζωή σ’ εσάς» αλλιώτικο απ’ ό,τι συνήθως. Δεν εννοούσα μόνο να ζήσετε για να τον θυμάστε, αλλά να ζήσετε και θα δείτε ότι στο τέλος θα βρεθεί και δουλειά, να ζήσετε γιατί η ζωή σάς αξίζει και της αξίζετε, να ζήσετε γιατί η ζωή είναι γι’ αυτούς που στέκονται αξιοπρεπείς απέναντι στην πιο μεγάλη κακουχία. Αυτοί θα φέρουν πίσω την άνοιξη.
Γιάννης Αλμπάνης
από yalmpanis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου