Δ.Καζάκη
Η αναγόρευση του Γερμανού ιστορικού Χάινζ Ρίχτερ σε επίτημο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Κρήτης, έγινε αφορμή για να …
αναμοχλεύσουμε την ιστορία μας.
Να θυμηθούμε επιτέλους τους αδικαίωτους αγώνες του
ελληνικού λαού. Όχι μόνο το αίμα των εκατοντάδων χιλιάδων θυμάτων της
ναζιστικής κατοχής, που από τότε περιμένουν ακόμη τη δικαίωσή τους, αλλά
και τα παλλαϊκά αιτήματα της απελευθέρωσης για εθνική ανεξαρτησία και
λαοκρατική αναγέννηση της Ελλάδας, που ενέπνευσαν την αντίσταση του
ελληνικού λαού και παραμένουν έως σήμερα ανεκπλήρωτα.
Σε μια εποχή όπου η ιστορία των αγώνων και της αντίστασης του ελληνικού λαού, βιάζεται με τον πιο κατάφορο τρόπο, τόσο από τα δεξιά, όσο και από τα αριστερά, προκειμένου να σβήσουν οι συλλογικές μνήμες από τα ιστορικά αιτήματα της εθνικής αξιοπρέπειας, της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, η κοινή γνώμη επέδειξε μια αξιοθαύμαστη ευαισθησία. Βλέπετε ο λαός μας προορίζεται για δουλοπάροικος νέων καταχτητών και δεν μπορεί να ζει με «μύθους», δηλαδή με ηρωικές παραδόσεις και μνήμες αγώνων για την ελεθερία.
Η φασαρία που ξεσηκώθηκε είχε σαν θρυαλλίδα το βιβλίο του κ. Ρίχτερ
με τίτλο, Operation Merkur: Die Eroberung Der Insel Kreta Im Mai 1941
(Επιχείρηση Ερμής: Η κατάκτηση του νησιού της Κρήτης το Μάιο του 1941).
Στο βιβλίο αυτό ο κ. Ρίχτερ χαρακτηρίζει την Μάχη της Κρήτης ως
«στρατιωτικό μύθο». Παράλληλα υιοθετεί την άποψη ότι «οι άτακτοι Κρήτες,
που έλαβαν όπλα κατά των μονάδων εισβολής (αλεξιπτωτιστές, ορεινοί
κυνηγοί), μεταχειρίστηκαν «βάναυσες» και «βάρβαρες πρακτικές σε βάρος
των Γερμανών τραυματιών, αιχμαλώτων, ή και νεκρών, παραβιάζοντας το
Δίκαιο του Πολέμου». Ως απόδειξη χρησιμοποιεί αναφορές και μαρτυρίες των
καταχτητών ναζί, χωρίς να κάνει τον κόπο να τις ερευνήσει επί τόπου, ή
να τις αντιπαραβάλει έστω με άλλες μαρτυρίες και αναφορές από συμμαχικά
και ελληνικά αρχεία.
Ο κ. Ρίχτερ με το βιβλίο του αυτό φανερώνεται όχι ως αντικειμενικός ιστορικός, στο μέτρο πάντα του δυνατού, αλλά ως χυδαίος απολογητής της επίσημης Γερμανίας. Υιοθετεί όλα τα τετριμένα μυθεύματα της επίσημης Γερμανίας, που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα ώστε το Βερολίνο να μην αναγνωρίσει και να αποζημιώσει τα θύματα της θηριωδίας των δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα. Η κυριότερη απ” όλες τις μυθοπλασίες απολογητικής που χρησιμοποιεί είναι η επινόηση ότι το δίκαιο του πολέμου εκείνη την εποχή δεν επέτρεπε, ούτε προέβλεπε τη συμμετοχή πολιτών στις μάχες.
Το μύθευμα αυτό υιοθέτησε κι αυτός που φαίνεται να εισηγήθηκε την
αναγόρευση του Ρίχτερ σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κρήτης, ο
κ. Ανδρέας Στεργίου, καθηγητής του τμήματος πολιτικής επιστήμης. Μάλιστα
στην εκπομπή Αντιθέσεις του Κρήτη TV (21 Νοεμβρίου) παρενέβη ο κ.
Στεργίου προκειμένου να υπερασπιστεί την ιστορική «αντικειμενικότητα»
του Ρίχτερ λέγοντας: «Προσέξτε, αυτό που δεν ειπώθηκε από το Βερολίνο
στους αλεξιπτωτιστές είναι ότι εκεί που θα πάνε θα αντιμετωπίσουνε
κάποιους πολίτες, κάποιους αντάρτες, οι οποίοι βάσει του τότε δικαίου
του πολέμου, που δεν είναι η Συνθήκη της Γενεύης όπως ανέφερε ο
αξιότιμος στρατηγός, αλλά η Συνθήκη της Χάγης, η οποία δεν αναγνώριζε
τον ανταρτοπόλεμο. Προσέξτε τι γίνεται. Και γι” αυτό το λόγο αυτοί οι
στρατηγοί που έδωσαν τις διαταγές, είτε δεν καταδικάστηκαν, είτε τους
επιβλήθηκαν πολύ μικρές ποινές. Γιατί; Γιατί πολεμούσαν εναντίον
ανθρώπων που υποτίθεται ότι απαγορευόταν να πολεμούν. Γιατί το πολεμικό
δίκαιο εκείνης της εποχής δεν αναγνώριζε αυτούς τους ανθρώπους.»
Αν και αυτό παπαγαλίζει η επίσημη Γερμανία από το 1948, εφοδιασμένη με αποφάσεις των στρατιωτικών δικαστηρίων της Νυρεμβέργης εκείνης της εποχής, δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας σ” αυτόν τον ισχυρισμό. Και είναι άκρως προκλητικό να ακούγεται από πανεπιστημιακό ένα τόσο απροκάλυπτο ψέμμα.
Η προκλητική αυτή δήλωση, μαζί με το γεγονός ότι η τελετή αναγόρευσης έγινε εν κρυπτώ με λιγοστούς και επιλεγμένους παρευρισκόμενους, αλλά και με τον Ρίχτερ να προσέρχεται και να αποχωρεί ως κλέφτης από τους χώρους του Πανεπιστημίου, δείχνει ότι τα κίνητρα της όλης ενέργειας δεν είναι καθόλου αθώα. Δεν ξέρουμε τι κρύβεται πίσω από την όλη υπόθεση για να δεχθεί κάποιος σαν τον Ρίχτερ, μια τόσο ατιμωτική τελετή αναγόρευσης, οι συνθήκες της οποίας θα έκαναν τον οποιονδήποτε να αρνηθεί να παραβρεθεί για λόγους αξιοπρέπειας. Με την προϋπόθεση βεβαίως ότι διαθέτει όντως αξιοπρέπεια. Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μια πολύ σκοτεινή ιστορία με πολλές ουρές. Και μάλλον θα την βρούμε μπροστά μας.
Φυσικά δεν έλειψαν κι εκείνοι που θέλησαν να εκμεταλλευτούν την όλη
υπόθεση για τους δικούς τους πολιτικούς λόγους. Τέτοια χαρακτηριστική
περίπτωση είναι ο βουλευτής Ηρακλείου της ΝΔ, κ. Λευτέρης Αυγενάκης, ο
οποίος με κοινοβουλευτική του παρέμβαση προς τον Υπουργό Παιδείας και
Θρησκευμάτων κ. Ανδρέα Λοβέρδο, επισημαίνει ότι «οι διαδικασίες που
ακολουθήθηκαν στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης ήταν ελλιπείς και
προβληματικές καθώς δεν υπήρξε καμία γραπτή εισήγηση, όπως προβλέπει ο
νόμος», και υπογραμμίζει «πως είναι δυνατό να τελεί το Πανεπιστήμιο υπό
κατάληψη και να γίνονται διαδικασίες αναγόρευσης;».
Βλέπετε οι «εγκέφαλοι» της αναγόρευσης του κ. Ρίχτερ ανήκουν στην πανεπιστημιακή φράξια του κ. Σταθάκη, βουλευτή και ηγετικού στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ. Εξού και το γεγονός ότι ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ τήρησε σιωπή ιχθύος, ενώ στελέχη του στο Ρέθυμνο προκαλούσαν με αισχρό τρόπο το κοινό αίσθημα των κρητικών, υιοθετώντας αισχρούς χαρακτηρισμούς για τον αγώνα του κρητικού λαού εναντίον των ναζί. Για τα κομματόσκυλα του κ. Σταθάκη η ευαισθησία των κρητικών, δεν είναι παρά απόδειξη του «εθνικισμού» τους. Έτσι ο κ. Αυγενάκης, ως βουλευτής της ΝΔ, βρήκε την ευκαιρία να καπιλευθεί πολιτικά το όλο θέμα σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Σχετικές δηλώσεις και ανακοινώσεις έβγαλαν πολλοί. Ανάμεσά τους και
το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Γερμανικών Οφειλών. Αυτό που κάνει,
ωστόσο, εντύπωση είναι το γεγονός ότι σχεδόν κανένας απ” όλους αυτούς –
ιδίως το Εθνικό Συμβούλιο, το οποίο επέδειξε ιδιαίτερη ευαισθησία για
την περίπτωση Ρίχτερ – δεν θίχτηκε από την κατάθεση στεφάνου και
απόδοσης στρατιωτικών τιμών από τον κ. Κωσταράκο, αρχηγό ΓΕΕΘΑ, στους
τάφους των ναζί καταχτητών και εγκληματιών πολέμου στο Γερμανικό
στρατιωτικό νεκροταφείο του Διονύσου.
Δεν ενοχλήθηκε σχεδόν κανένας από μια τέτοια πράξη, η οποία, από κάθε άποψη, είναι πολύ πιο σοβαρή κι έχει πολύ μεγαλύτερο ειδικό βάρος από την αναγόρευση του κ. Ρίχτερ σε επίτιμο διδάκτορα. Γιατί άραγε; Ηθελημένη άγνοια, σκοπιμότητα, ή μήπως γιατί δεν προσφέρεται για ηρωικούς δεκάρικους άνευ αντικρίσματος;
Μάλιστα, αν δεν είναι υπερβολή αυτό που δήλωσε η καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Ντανιέλα Μαρούδα, σχετικά με την αναγόρευση του Ρίχτερ σε επίτιμο διδάκτορα: «Ακόμη και αν η πρόθεση είναι θετική, το αποτέλεσμα ενδέχεται να καταστεί επικίνδυνο για τις νομικές θέσεις της Ελλάδας στο ζήτημα των γερμανικών οφειλών». Φανταστείτε πόσο πιο επικίνδυνη για τις νόμιμες απαιτήσεις του ελληνικού λαού έναντι της επίσημης Γερμανίας, μπορεί να αποβεί η πράξη του κ. Κωσταράκου. Το να ανησυχεί κανείς για το ένα και να αδιαφορεί για το άλλο, μας φαίρνει στο νου τη γνωστή αποστροφή από το κατά Ματθαίο (23.24), «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες». Βλέπετε το ένα προσφέρεται για πολιτικά ανώδυνο αχό, ενώ το άλλο σε οδηγεί απευθείας σε σύγκρουση με το σημερινό καθεστώς κατοχής.
Να θυμήσουμε εδώ ότι στο νεκροταφείο του Διονύσου είναι ενταφιασμένος
οι στρατηγός Μύλλερ, ο δικαίως επονομαζόμενος «χασάπης της Κρήτης», ο
δήμιος στρατηγός Μπρόγιερ και ο διαβόητος λοχίας Σούμπερτ. Οι δυο πρώτοι
συνελήφθησαν στην Ελλάδα και οδηγήθηκαν σε δίκη από ελληνικό δικαστήριο
για αντίποινα με πάνω από 6.700 εκτελεσθέντες ομήρους στην Κρήτη, για
άλλες μαζικές δολοφονίες και σφαγές, συστηματική τρομοκρατία, απελάσεις,
λεηλασία, απρόκλητη καταστροφή, βασανιστήρια και κάθε λογής
κακομεταχείριση των πολιτών. Καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 9 Δεκέμβρη
1946.
H ποινή τους εκτελέστηκε στο Χαϊδάρι στις 20 Μαίου 1947. Οι σωροί τους σήμερα βρίσκονται στο Γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο του Διονύσου. Το ίδιο και του λοχία Φριτς Σούμπερτ, ο οποίος είχε δημιουργήσει ένα απόσπασμα από ντόπιους προδότες και ποινικούς από τις φυλακές με σκοπό την άσκηση τρομοκρατίας σε βάρος του πληθυσμού. Τα εγκλήματα των «σουμπερτέων», όπως ονόμαζε ο λαός της Κρήτης το απόσπασμα του Σούμπερτ, ξεπερνούν κάθε νοσηρή φαντασία. Ο Σούμπερτ δικάστηκε από ειδικό δικαστήριο στην Αθήνα, κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία πάνω από 250 αμάχων και καταδικάστηκε 27 φορές σε θάνατο. Η ποινή του εκτελέστηκε στις φυλακές Επταπύργιου της Θεσαλονίκης στις 22 Οκτωβρίου 1947. Η σωρός του βρίσκεται κι αυτή στο Γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο του Διονύσου.
Οι δήμιοι της Κρήτης κατά τη διάρκεια της δίκης τους δικαιολόγησαν
τις πρακτικές τους ως απόρροια στρατιωτικών αναγκών. Επικαλέστηκαν το
δίκαιο του πολέμου που κατά τη γνώμη τους δεν επέτρεπε την ανάμιξη απλών
πολιτών σε πολεμικές επιχειρήσεις. Ειδικά ο Μύλλερ δικαιολογώντας το
ολοκαύτωμα της Βιάνου, που ο ίδιος διέταξε, είπε ότι έπρεπε να γίνει για
να αποτρέψει την ενίσχυση των ανταρτών από τον πληθυσμό. Οι τακτικές
αυτές είναι οι πλέον ενδεδειγμένες για έναν στρατό κατοχής. Έφερε
μάλιστα ως παράδειγμα τον ελληνικό στρατό λέγοντας ότι «η Ελλάς έχασε
τον πόλεμο της Μικράς Ασίας διότι ο άμαχος πληθυσμός της Τουρκίας είχε
λάβει μέρος εις τας μάχας κατά των Ελλήνων.» (Ελευθερία, 20/11/1946).
Σε άλλη περίπτωση ο Μύλλερ θεώρησε αναγκαία τα ολοκαυτώματα της Βιάνου, των Ανωγίων και δεκάδων άλλων χωριών, μαζί και τις εκτελέσεις ομήρων, για λόγους στρατιωτικής ανάγκης. Χωρίς αυτές τις πρακτικές οι γερμανικές δυνάμεις θα ήταν αδύνατο να κρατήσουν το νησί. «Εις τοιαύτην περίπτωσιν η γερμανική στρατιωτική ηγεσία θα ευρίσκετο εις πολύ δύσκολον θέσιν και δεν θα ηδύνατο να εκτελέση το καθήκον της λόγω της μορφής του εδάφους και της αντιστάσεως του Κρητικού λαού.» (Ελευθερία, 9/11/1946).
Το δικαστήριο απέριψε όλες τις δικαιολογίες που επικαλέστηκαν οι
δήμιοι της Κρήτης. Το πνεύμα της απόφασης του δικαστηρίου εναντίον των
Μύλλερ και Μπρόγιερ αποτυπώνεται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο από το
πρωτοσέλιδο σημείωμα της εφημεριδας Ελευθερίας (12/12/1946): «Η εις
θάνατον καταδίκη των δύο στυγερών δημίων της Κρήτης, των στρατηγών
Μύλλερ και Μπρόγιερ, αποτελεί μίαν πράξιν δικαιοσύνης, επί της οποίας
ουδεμία χωρεί υπαναχώρησις. Διότι τα εγκλήματα που διέπραξαν ούτοι εις
βάρος του μαρτυρικού λαού της Κρήτης, υπήρξαν απόρροια όχι πολεμικής
ανάγκης, αλλά της κτηνώδους εθνικοσοσιαλιστικής αρχής, κατά την οποία
μόνο δια του αίματος, των εμπρησμών και των καταστροφών θα ήτο δυνατόν
να διατηρηθή το γόητρον της Γερμανίας. Θέσαντες εαυτούς με τας πράξεις
των οι δυο Γερμανοί δήμιοι έξω της πεπολιτισμένης ανθρωπότητος, δεν
δικαιούνται καμιάς επιεικείας εκ μέρους της. Η εκτέλεσίς των πρέπει να
γίνη αμέσως. Και το απόσπασμα να αποτελεσθή από Κρήτας.»
Η ανησυχία της εφημερίδας δεν ήταν άδικη. Οι καταδικασθέντες είχαν αιτηθεί χάριτος. Με δεδομένο το γεγονός ότι οι δοσίλογοι της κατοχής εκείνη την εποχή βρίσκονταν υπό την προστασία της Βρετανίας, δίκαια ανησυχούσαν πολλοί ότι τελικά θα τους δωθεί χάρις. Όπως έγινε τελικά με έναν ακόμη δήμιο της Κρήτης, τον Γερμανό στρατηγό Αλεξάντερ Αντρέ, ο οποίος αν και υπεύθυνος για μαζικές δολοφονίες αμάχων στην Κρήτη, τελικά όταν δικάστηκε από ελληνικό δικαστήριο στην Αθήνα του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβειας φυλάκισης για εγκλήματα πολέμου (22/12/1947). Ο βασιλιάς Παύλος – μετά από απαίτηση της Δυτικής Γερμανίας και συνηγορία των ΗΠΑ – μετέτρεψε την ποινή του στις 23/12/1951 σε 4 χρόνια φυλάκισης. Έτσι στις 10/1/1952 ο Αντρέ αποφυλακίζεται και με συνοδεία από την Γερμανική πρεσβεία των Αθηνών επιστρέφει εξιλεωμένος πίσω στη Γερμανία. Πέθανε στο Βισμπάντεν στις 3/4/1979.
Το 1945 υπό την αιγίδα του νεοσύστατου ΟΗΕ συστάθηκαν επιτροπές
αποτίμησης των εγκλημάτων πολέμου στην Ελλάδα. Στην Κρήτη συστάθηκε μια
τετραμελής επιτροπή υπό την προεδρεία του Νίκου Καζαντζάκη. Στις 17
Ιουνίου 1945 ξεκίνησε το έργο της και είχε σαράντα ημέρες για να το
συμπληρώσει και να υποβάλλει τα πορίσματά της στα Ηνωμένα Έθνη. Η
επιτροπή Καζαντζάκη χαρτογράφησε θηριωδίες που διαπράχθηκαν σε 106 χωριά
της Κρήτης, που οι ναζιστικές δυνάμεις κατοχής κατέστρεψαν ολοσχαιρώς
ως αντίποινα.
Ο κατάλογος των χωριών που επλήγησαν δεν περιλαμβάνει τα χωριά στα οποία έγιναν μόνο σφαγές αθώων, ή όπου καταστράφησαν μόνο λίγα σπίτια. Η επιτροπή Καζαντζάκη περιγράφει τρεις φάσεις στο ολοκαύτωμα της Κρήτης. Η πρώτη φάση αφορά στην περίοδο της Μάχης της Κρήτης και τα άμεσα επακόλουθά της. Πρωταγωνιστής αυτή την περίοδο ήταν ο Κουρτ Στούντεντ, διοικητής των δυνάμεων εισβολής. Σε οδηγία του που ονομάζεται Επιχείρηση Εκδίκηση, διέταξε τα στρατεύματά του να πυροβολούν πολίτες ανεξάρτητα από την ηλικία, ή το φύλο, να λεηλατούν και να καίνε χωριά, αλλά και να εξοντώσουν τον ανδρικό πληθυσμό ολόκληρων περιοχών. Η δεύτερη φάση καλύπτει την κατοχή, και η τρίτη αναφέρεται στην περίοδο της γερμανικής υποχώρησης.
Στις 2 του Ιούνη 1941, οι Γερμανοί, δύο ημέρες μετά την επικράτησή τους στη μάχη της Κρήτης, εκτέλεσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό στο κρητικό χωριό Κοντομαρί στην περιοχή των Χανίων, ως αντίποινα για την αντίστασή τους στη γερμανική εισβολή. Θεωρείται ως η πρώτη μαζική εκτέλεση αμάχων για αντίποινα σ” ολόκληρη την Ευρώπη.
Μια μονάδα αλεξιπτωτιστών υπό τις διαταγές του υπολοχαγού Horst Trebes εισήλθε στο Κοντομαρί, συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους του χωριού και εκτέλεσε όλους τους άνδρες από 18 έως 50 ετών. Την ίδια ημέρα, τα ίδια τα γερμανικά στρατεύματα σκότωσαν 49 άνδρες στον Αλικιανό, 12 στην Αγία, και 25 στο Κυρτομάδο. Η σφαγή στο Κοντομαρί καταγράφηκε από την κάμερα του υπολοχαγού Franz-Peter Weixler, ο οποίος υπηρετούσε τότε ως ανταποκριτής προπαγάνδας της Wehrmacht.
Στις 3 Ιουνίου 1941, ένας γερμανικός λόχος υπό τον λοχαγό Νίμπερ εισβάλει στην Κάνδανο. Μετά τη δολοφονία 23 ανδρών και γυναικών, ο Νίμπερ αναρτά τη διαταγή του στρατηγού Στούντεντ, η οποία δήλωνε ότι η Κάνδανος θα καταστραφεί και ο πληθυσμός της θα πρέπει να εξολοθρευτεί αν γινόταν οποιαδήποτε προσπάθεια για επανεγκατάσταση. Μεταξύ εκείνων που εκτελούνται στην Κάνδανο ήταν ο Κώστας Αρχάκης, 103 χρονών, δύο ογδοντάχρονες γυναίκες και αρκετοί εβδομηντάχρονοι. Σε μια πράξη ακραίας βαρβαρότητας, οι Γερμανοί έριξαν τις δύο ηλικιωμένες γυναίκες στα σπίτια τους αφού προηγουμένως τους είχαν βάλει φωτιά. Λίγο αργότερα, ο λοχαγός Νίμπερ προήχθη σε ταγματάρχη για τη δράση του.
Μετά το τέλος του πολέμου, η Ελλάδα ζήτησε από τους Βρετανούς την έκδοση του στρατηγού Kurt Student, αλλά το αίτημα δεν έγινε δεκτό. Ο Στούντεντ δικάστηκε από τους Βρετανούς για κακομεταχείριση κρατουμένων και για τη δολοφονία αιχμαλώτων πολέμου στην Κρήτη. Κρίθηκε ένοχος για τρεις από τις οκτώ κατηγορίες. Καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή, αλλά απελευθερώθηκε το 1948 για «ιατρικούς λόγους». Ποτέ δεν κατηγορήθηκε για εγκλήματα κατά των αμάχων, όπως η σφαγή στο Κοντομαρί. Το Βρετανικό στρατοδικείο αποδέχθηκε ότι τα εγκλήματα κατά των αμάχων συνιστούσαν στρατιωτική ανάγκη.
Οι «σουμπερτέοι» με τη σειρά τους, οι περισσότεροι, όπως αναφέραμε, ήταν ντόπιοι δοσίλογοι και παλιοί ποινικοί που ο Σούμπερτ είχε απελευθερώσει από τις φυλακές με σκοπό την επάνδρωση ενός τάγματος θανάτου υπό τις διαταγές του, λάτρευαν τα βασανιστήρια και τους βιασμούς ειδικά ανήλικων κοριτσιών. Μαζί με το καμάρι του Γερμανικού στρατού, τους αλεξιπτωτιστές, επέδειξαν ιδιαίτερες επιδόσεις με την ξιφολόγχη. Ιδίως όταν επρόκειτο να «ξεγεννήσουν» εγκύους που έβρισκαν κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους.
Αυτούς και πολλούς σαν κι αυτούς τίμησε στο Γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο του Διονύσου ο αρχηγός του ΓΕΕΘΑ κ. Κωσταράκος καταθέτοντας στεφάνι στις 16 Νοεμβρίου, μετά από πρόσκληση της Γερμανίας. Βέβαια, η πρόκληση προέρχεται κυρίως από την Γερμανική πρεσβεία, η οποία επιμένει να στήνει τέτοιες εκδηλώσεις εξαγνισμού του παρελθόντος της. Απλά η εθελοδουλεία των κυβερνώντων είναι τέτοια, που τους είναι αδιανόητο να απαγορεύσουν στην επίσημη Γερμανία τέτοιες τελετές ρεβανσισμού.
Αξίζει επίσης να θυμηθούμε ότι το όλο θέμα των Γερμανικών
στρατιωτικών νεκροταφείων στην Ελλάδα δεν ήταν κάτι απλό. Ήταν απαίτηση
της επίσημης Γερμανίας, παρά το γεγονός ότι η ίδια αρνιόταν συστηματικά
να υπογράψει συνθήκη ειρήνης με την Ελλάδα ώστε να διευθετηθούν οι
εκκρεμότητες του πολέμου ανάμεσα στις δυο χώρες. Να διευθετηθούν
οριστικά οι οφειλές της Γερμανίας έναντι της Ελλάδας για τα θύματα των
φρικαλεοτήτων, που διέπραξαν οι δυνάμεις κατοχής, τις καταστροφές που
υπέστη η χώρα, αλλά και το κατοχικό αναγκαστικό δάνειο.
Η δυτική Γερμανία αρχίζει να πιέζει για τη δημιουργία Γερμανικών στρατιωτικών νεκροταφείων ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Στην αρχή απαιτούσε τη δημιουργία μεγαλόπρεπων μαυσολείων στην Κρήτη και στην Αττική. Η πρώτη κυβέρνηση που φαίρνει ΝΔ στη Βουλή για την ίδρυση των νεκροταφείων ήταν της ΕΡΕ το 1961. Το παραμύθι ήταν απλό. Την εποχή εκείνη η Γερμανία υποσχόταν την ίδρυση ενός «κονσόρτσιουμ» με την Ελλάδα που θα χρηματοδοτούσε μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές ενέργειας και βιομηχανίας που είχε ανάγκη ο τόπος.
Με το αζημίωτο, βέβαια, καθ” ότι η ιδιοκτησία των υποδομών θα περνούσε στο «κονσόρτσιουμ». Στις στήλες των εφημερίδων έβρεχε εκατοντάδες εκατομμύρια μάρκα, που δήθεν θα έρχονταν στην φτωχή Ελλαδίτσα ως «βοήθεια» από τη Γερμανία. Ο υπουργός συντονισμού της κυβέρνησης ΕΡΕ, Π. Παπαληγούρας, στις 21 Ιουλίου 1962 ξεκινούσε για τη Βόννη, όπου δηλώνει στο Γερμανικό πρακτορείο ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να ακολουθήσει πολιτική «ανοικτών θυρών» για τους ξένους κεφαλαιούχους (Ελευθερία, 22/7/1962). Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μην δώστε.
Την ίδια ώρα η κυβέρνηση της ΕΡΕ κατέθετε στο κοινοβούλιο το ΝΔ για τα Γερμανικά στρατιωτικά νεκροταφεία. Ήταν ένα από τα πολλά ανταλλάγματα που ζητούσε η Γερμανία για την δήθεν «βοήθειά» της. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1962, η ελληνική βουλή με μόνο τις ψήφους των βουλευτών της ΕΡΕ εγκρίνει τα δυο Γερμανικά στρατιωτικά νεκροταφεία. Το ένα επρόκειτο να δημιουργηθεί στην περιοχή της μονής Νταού Πεντέλης και θα στοίχιζε 200 χιλιάδες δραχμές, τα οποία θα κατέβαλε η ελληνική κυβέρνηση. Το άλλο θα βρισκόταν πλησίον των Χανίων με κόστος 250 χιλιάδες δραχμές, το οποίο θα επιβάρυνε την Γερμανική κυβέρνηση.
Αξίζει τον κόπο να σημειώσουμε τις αντιδράσεις. Σύσσωμη η αντιπολίτευση αρνήθηκε να αποδεχθεί τέτοια προσβολή της εθνικής αξιοπρέπειας. Η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, που την εποχή εκείνη είχε κυρήξει ανένδοτο, τόνισε ότι η μόνη αποδεκτή λύση θα ήταν η επιστροφή των νεκρών στην Γερμανία. Το ίδιο δήλωσε και η ΕΔΑ. Χαρακτηρίστηκε εθνική μειοδοσία και έγκλημα η δημιουργία των Γερμανικών στρατιωτικών νεκροταφείων.
Δεν ήταν μόνο η αντιπολίτευση. Υπήρξαν μαζικότατες αντιδράσεις
εναντίον της ίδρυσης των νεκροταφείων. Βλέπετε οι μνήμες ήταν ακόμη
νωπές. «Ανουσιόργημα χαρακτηρίζουν οι ανάπηροι την ίδρυση Γερμανικών
νεκροταφείων και θα αγωνιστούν να τη ματαιώσουν», μας πληροφορούν οι
εφημερίδες της εποχής για την απόφαση της Πανελλήνιας Ένωσης Αναπήρων
και Τραυματιών της εθνικής αντιστάσεως περιόδου 1941-44. «Η πράξις αυτή
της κυβερνήσεως καταγγέλεται ως ανίερος, καλούνται δε όλοι οι ανάπηροι
τραυματίαι και αγωνισται της εθνικής αντιστάσεως όπως κινητοποιηθούν
κατά του ανοσιουργήματος και αξιώσουν την άμεσον ακύρωσιν του νόμου
αυτού που προσβάλει το εθνικόν αίσθημα του λαού μας και αξιώνουν την
ίδρυσιν νεκροταφείου των ηρώων της εθνικής αντιστάσεως.» (Μακεδονία,
28/9/1962). Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι υπόλοιπες οργανώσεις
θυμάτων της κατοχής και αγωνιστών της εθνικής αντίστασης.
Η Δημοκρατική Ένωση του Τσιριμώκου, φοβούμενη μεγάλη κοινωνική αναταραχή λόγω του προκλητικού – όπως η ίδια το χαρακτηρίζει – νομοσχεδίου διατυπώνει την εξής άποψη: «Θα επιδιώξωμεν ή να πείσωμε την γερμανικήν κυβέρνησιν να αποσύρη το αίτημα, ή να πείσωμε την ελληνικήν κυβέρνησιν να αποσύρη το νομοσχέδιον. Ελπίζομεν, ότι όλα τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως θα λάβουν την αυτήν θέσιν καθώς και ο Τύπος. Μετά τας υποθέσεις Μέρτεν και Κόλβες η τυχόν ψήφησις τοιούτου νομοσχεδίου θα αποτελέση όχι μόνο βαρείαν προσβολήν κατά της εθνικής φιλοτιμίας, αλλά και αποφασιστικόν πλήγμα κατά των ελληνογερμανικών σχέσεων. Διότι θα μεταβάλη την μεγάλην πλειοψηφίαν των Ελλήνων εις αδυσωπήτους εχθρούς της Δυτικής Γερμανίας.» (Ελευθερία, 11/2/1962).
Δεν έκανε λάθος εκτίμηση ο Τσιριμώκος που λίγο αργότερα εντάχθηκε κι
αυτός στην Ένωση Κέντρου. Το νομοσχέδιο της ΕΡΕ έμεινε στα χαρτιά. Κι
όπως όλα τα χειρότερα στην Ελλάδα, έτσι κι αυτό κλήθηκε να το εκπληρώσει
το κόμμα του «λιγότερου κακού», δηλαδή εκείνο που είχε καταγγείλει ως
εθνική μειοδοσία τα Γερμανικά νεκροταφεία και διεξήγαγε ανένδοτο
εναντίον της κυβέρνησης Καραμανλής. Έτσι, όταν η Ένωση Κέντρου κατόρθωσε
να διασφαλίσει ένα συντριπτικό 58% του εκλογικού σώματος το 1964,
θεώρησε ότι μπορεί να ρίξει τις μάσκες.
Στις 4 Μαρτίου 1965, τέσσερις μήνες μόλις πριν το βασιλικό πραξικόπημα των Ιουλιανών, η ελληνική βουλή ψηφίζει νέο νομοσχέδιο για την ίδρυση Γερμανικών νεκροταφείων. Αυτή την φορά το εισηγείται η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Τι άλλαξε από το 1962; Τίποτε άλλο εκτός από την επίσημη υπόσχεση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας ότι θα ιδρύσει ανάλογα νεκροταφεία των Ελλήνων θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας στη χώρα της. Περιττό να πούμε πόσο φρούδα αποδείχθηκε κι αυτή η υπόσχεση.
Όπως ήταν φυσικό η ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου προκάλεσε ξανά σάλο, τόσο στην ελληνική κοινωνία, όσο και στο κοινοβούλιο. Όμως, η νομή της εξουσίας αλλάζει τα πράγματα. Σε παρέμβαση του ίδιου του Γ. Παπανδρέου στη συζήτηση της βουλής, θέλοντας να απαντήσει στους εκπροσώπους της ΕΔΑ που τόνιζαν ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε τα εγκλήματα του ναζισμού, δια της ανεργέσεως μνημείων των Γερμανών, δήλωσε τα εξής καταπληκτικά: «Επί του θέματος έχομεν εκφράσει τας γνώμας μας. Αλλ” ήθελον, απαντών στον ομιλητήν της αριστεράς, ότι το μέλλον και της ανθρωπότητας και της χώρας οικοδομείται επί της λήθης κι όχι επί της μνήμης.» (Ελευθερία, 5/3/1965).
Αυτό αντιπροσωπεύουν τα Γερμανικά στρατιωτικά νεκροταφεία στην Ελλάδα. Την λήθη κι όχι την μνήμη. Την λήθη για όσα υπέστη ο ελληνικός λαός και οι άλλοι λαοί από καθεστώτα που επιδίωκαν την εγκαθίδρυση της «παγκόσμιας νέας τάξης πραγμάτων» υπό συνθήκες αποικιοκρατίας, κατοχής και υποτέλειας προς το συμφέρον των ισχυρών. Και να που φτάσαμε σήμερα. Να κυριαρχεί η λήθη κι έτσι στη σημερινή Ελλάδα δικαιώνεται η αποστροφή του Αμερικανού φιλοσόφου, Τζορτζ Σανταγιάνα: «Εκείνοι που δεν μπορούν να θυμηθούν το παρελθόν είναι καταδικασμένοι να το επαναλάβουν.» (George Santayana, The Life of Reason, New York: 1920, σ. 284.)
Δημοσιεύτηκε στο Χωνί, 7/12/2014
Δημήτρης Καζάκης
Σε μια εποχή όπου η ιστορία των αγώνων και της αντίστασης του ελληνικού λαού, βιάζεται με τον πιο κατάφορο τρόπο, τόσο από τα δεξιά, όσο και από τα αριστερά, προκειμένου να σβήσουν οι συλλογικές μνήμες από τα ιστορικά αιτήματα της εθνικής αξιοπρέπειας, της εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, η κοινή γνώμη επέδειξε μια αξιοθαύμαστη ευαισθησία. Βλέπετε ο λαός μας προορίζεται για δουλοπάροικος νέων καταχτητών και δεν μπορεί να ζει με «μύθους», δηλαδή με ηρωικές παραδόσεις και μνήμες αγώνων για την ελεθερία.
Ένας ακόμη απολογητής των ναζί
Ο κ. Ρίχτερ με το βιβλίο του αυτό φανερώνεται όχι ως αντικειμενικός ιστορικός, στο μέτρο πάντα του δυνατού, αλλά ως χυδαίος απολογητής της επίσημης Γερμανίας. Υιοθετεί όλα τα τετριμένα μυθεύματα της επίσημης Γερμανίας, που χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα ώστε το Βερολίνο να μην αναγνωρίσει και να αποζημιώσει τα θύματα της θηριωδίας των δυνάμεων κατοχής στην Ελλάδα. Η κυριότερη απ” όλες τις μυθοπλασίες απολογητικής που χρησιμοποιεί είναι η επινόηση ότι το δίκαιο του πολέμου εκείνη την εποχή δεν επέτρεπε, ούτε προέβλεπε τη συμμετοχή πολιτών στις μάχες.
Ξεδιαντροπα και ύποπτα επιχειρήματα
Αν και αυτό παπαγαλίζει η επίσημη Γερμανία από το 1948, εφοδιασμένη με αποφάσεις των στρατιωτικών δικαστηρίων της Νυρεμβέργης εκείνης της εποχής, δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας σ” αυτόν τον ισχυρισμό. Και είναι άκρως προκλητικό να ακούγεται από πανεπιστημιακό ένα τόσο απροκάλυπτο ψέμμα.
Η προκλητική αυτή δήλωση, μαζί με το γεγονός ότι η τελετή αναγόρευσης έγινε εν κρυπτώ με λιγοστούς και επιλεγμένους παρευρισκόμενους, αλλά και με τον Ρίχτερ να προσέρχεται και να αποχωρεί ως κλέφτης από τους χώρους του Πανεπιστημίου, δείχνει ότι τα κίνητρα της όλης ενέργειας δεν είναι καθόλου αθώα. Δεν ξέρουμε τι κρύβεται πίσω από την όλη υπόθεση για να δεχθεί κάποιος σαν τον Ρίχτερ, μια τόσο ατιμωτική τελετή αναγόρευσης, οι συνθήκες της οποίας θα έκαναν τον οποιονδήποτε να αρνηθεί να παραβρεθεί για λόγους αξιοπρέπειας. Με την προϋπόθεση βεβαίως ότι διαθέτει όντως αξιοπρέπεια. Το σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μια πολύ σκοτεινή ιστορία με πολλές ουρές. Και μάλλον θα την βρούμε μπροστά μας.
Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται
Βλέπετε οι «εγκέφαλοι» της αναγόρευσης του κ. Ρίχτερ ανήκουν στην πανεπιστημιακή φράξια του κ. Σταθάκη, βουλευτή και ηγετικού στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ. Εξού και το γεγονός ότι ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ τήρησε σιωπή ιχθύος, ενώ στελέχη του στο Ρέθυμνο προκαλούσαν με αισχρό τρόπο το κοινό αίσθημα των κρητικών, υιοθετώντας αισχρούς χαρακτηρισμούς για τον αγώνα του κρητικού λαού εναντίον των ναζί. Για τα κομματόσκυλα του κ. Σταθάκη η ευαισθησία των κρητικών, δεν είναι παρά απόδειξη του «εθνικισμού» τους. Έτσι ο κ. Αυγενάκης, ως βουλευτής της ΝΔ, βρήκε την ευκαιρία να καπιλευθεί πολιτικά το όλο θέμα σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ.
Επιλεκτικά θιγόμενοι…
Δεν ενοχλήθηκε σχεδόν κανένας από μια τέτοια πράξη, η οποία, από κάθε άποψη, είναι πολύ πιο σοβαρή κι έχει πολύ μεγαλύτερο ειδικό βάρος από την αναγόρευση του κ. Ρίχτερ σε επίτιμο διδάκτορα. Γιατί άραγε; Ηθελημένη άγνοια, σκοπιμότητα, ή μήπως γιατί δεν προσφέρεται για ηρωικούς δεκάρικους άνευ αντικρίσματος;
Μάλιστα, αν δεν είναι υπερβολή αυτό που δήλωσε η καθηγήτρια Διεθνούς Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Ντανιέλα Μαρούδα, σχετικά με την αναγόρευση του Ρίχτερ σε επίτιμο διδάκτορα: «Ακόμη και αν η πρόθεση είναι θετική, το αποτέλεσμα ενδέχεται να καταστεί επικίνδυνο για τις νομικές θέσεις της Ελλάδας στο ζήτημα των γερμανικών οφειλών». Φανταστείτε πόσο πιο επικίνδυνη για τις νόμιμες απαιτήσεις του ελληνικού λαού έναντι της επίσημης Γερμανίας, μπορεί να αποβεί η πράξη του κ. Κωσταράκου. Το να ανησυχεί κανείς για το ένα και να αδιαφορεί για το άλλο, μας φαίρνει στο νου τη γνωστή αποστροφή από το κατά Ματθαίο (23.24), «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες». Βλέπετε το ένα προσφέρεται για πολιτικά ανώδυνο αχό, ενώ το άλλο σε οδηγεί απευθείας σε σύγκρουση με το σημερινό καθεστώς κατοχής.
Οι δήμιοι της Κρήτης
H ποινή τους εκτελέστηκε στο Χαϊδάρι στις 20 Μαίου 1947. Οι σωροί τους σήμερα βρίσκονται στο Γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο του Διονύσου. Το ίδιο και του λοχία Φριτς Σούμπερτ, ο οποίος είχε δημιουργήσει ένα απόσπασμα από ντόπιους προδότες και ποινικούς από τις φυλακές με σκοπό την άσκηση τρομοκρατίας σε βάρος του πληθυσμού. Τα εγκλήματα των «σουμπερτέων», όπως ονόμαζε ο λαός της Κρήτης το απόσπασμα του Σούμπερτ, ξεπερνούν κάθε νοσηρή φαντασία. Ο Σούμπερτ δικάστηκε από ειδικό δικαστήριο στην Αθήνα, κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία πάνω από 250 αμάχων και καταδικάστηκε 27 φορές σε θάνατο. Η ποινή του εκτελέστηκε στις φυλακές Επταπύργιου της Θεσαλονίκης στις 22 Οκτωβρίου 1947. Η σωρός του βρίσκεται κι αυτή στο Γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο του Διονύσου.
Θηριωδίες και δικαιολογίες
Σε άλλη περίπτωση ο Μύλλερ θεώρησε αναγκαία τα ολοκαυτώματα της Βιάνου, των Ανωγίων και δεκάδων άλλων χωριών, μαζί και τις εκτελέσεις ομήρων, για λόγους στρατιωτικής ανάγκης. Χωρίς αυτές τις πρακτικές οι γερμανικές δυνάμεις θα ήταν αδύνατο να κρατήσουν το νησί. «Εις τοιαύτην περίπτωσιν η γερμανική στρατιωτική ηγεσία θα ευρίσκετο εις πολύ δύσκολον θέσιν και δεν θα ηδύνατο να εκτελέση το καθήκον της λόγω της μορφής του εδάφους και της αντιστάσεως του Κρητικού λαού.» (Ελευθερία, 9/11/1946).
Οι παρεμβάσεις στην απόδοση δικαιοσύνης
Η ανησυχία της εφημερίδας δεν ήταν άδικη. Οι καταδικασθέντες είχαν αιτηθεί χάριτος. Με δεδομένο το γεγονός ότι οι δοσίλογοι της κατοχής εκείνη την εποχή βρίσκονταν υπό την προστασία της Βρετανίας, δίκαια ανησυχούσαν πολλοί ότι τελικά θα τους δωθεί χάρις. Όπως έγινε τελικά με έναν ακόμη δήμιο της Κρήτης, τον Γερμανό στρατηγό Αλεξάντερ Αντρέ, ο οποίος αν και υπεύθυνος για μαζικές δολοφονίες αμάχων στην Κρήτη, τελικά όταν δικάστηκε από ελληνικό δικαστήριο στην Αθήνα του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβειας φυλάκισης για εγκλήματα πολέμου (22/12/1947). Ο βασιλιάς Παύλος – μετά από απαίτηση της Δυτικής Γερμανίας και συνηγορία των ΗΠΑ – μετέτρεψε την ποινή του στις 23/12/1951 σε 4 χρόνια φυλάκισης. Έτσι στις 10/1/1952 ο Αντρέ αποφυλακίζεται και με συνοδεία από την Γερμανική πρεσβεία των Αθηνών επιστρέφει εξιλεωμένος πίσω στη Γερμανία. Πέθανε στο Βισμπάντεν στις 3/4/1979.
Εθνοκάθαρση αλά Βέρμαχτ
Ο κατάλογος των χωριών που επλήγησαν δεν περιλαμβάνει τα χωριά στα οποία έγιναν μόνο σφαγές αθώων, ή όπου καταστράφησαν μόνο λίγα σπίτια. Η επιτροπή Καζαντζάκη περιγράφει τρεις φάσεις στο ολοκαύτωμα της Κρήτης. Η πρώτη φάση αφορά στην περίοδο της Μάχης της Κρήτης και τα άμεσα επακόλουθά της. Πρωταγωνιστής αυτή την περίοδο ήταν ο Κουρτ Στούντεντ, διοικητής των δυνάμεων εισβολής. Σε οδηγία του που ονομάζεται Επιχείρηση Εκδίκηση, διέταξε τα στρατεύματά του να πυροβολούν πολίτες ανεξάρτητα από την ηλικία, ή το φύλο, να λεηλατούν και να καίνε χωριά, αλλά και να εξοντώσουν τον ανδρικό πληθυσμό ολόκληρων περιοχών. Η δεύτερη φάση καλύπτει την κατοχή, και η τρίτη αναφέρεται στην περίοδο της γερμανικής υποχώρησης.
Στις 2 του Ιούνη 1941, οι Γερμανοί, δύο ημέρες μετά την επικράτησή τους στη μάχη της Κρήτης, εκτέλεσαν όλο τον ανδρικό πληθυσμό στο κρητικό χωριό Κοντομαρί στην περιοχή των Χανίων, ως αντίποινα για την αντίστασή τους στη γερμανική εισβολή. Θεωρείται ως η πρώτη μαζική εκτέλεση αμάχων για αντίποινα σ” ολόκληρη την Ευρώπη.
Μια μονάδα αλεξιπτωτιστών υπό τις διαταγές του υπολοχαγού Horst Trebes εισήλθε στο Κοντομαρί, συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους του χωριού και εκτέλεσε όλους τους άνδρες από 18 έως 50 ετών. Την ίδια ημέρα, τα ίδια τα γερμανικά στρατεύματα σκότωσαν 49 άνδρες στον Αλικιανό, 12 στην Αγία, και 25 στο Κυρτομάδο. Η σφαγή στο Κοντομαρί καταγράφηκε από την κάμερα του υπολοχαγού Franz-Peter Weixler, ο οποίος υπηρετούσε τότε ως ανταποκριτής προπαγάνδας της Wehrmacht.
Στις 3 Ιουνίου 1941, ένας γερμανικός λόχος υπό τον λοχαγό Νίμπερ εισβάλει στην Κάνδανο. Μετά τη δολοφονία 23 ανδρών και γυναικών, ο Νίμπερ αναρτά τη διαταγή του στρατηγού Στούντεντ, η οποία δήλωνε ότι η Κάνδανος θα καταστραφεί και ο πληθυσμός της θα πρέπει να εξολοθρευτεί αν γινόταν οποιαδήποτε προσπάθεια για επανεγκατάσταση. Μεταξύ εκείνων που εκτελούνται στην Κάνδανο ήταν ο Κώστας Αρχάκης, 103 χρονών, δύο ογδοντάχρονες γυναίκες και αρκετοί εβδομηντάχρονοι. Σε μια πράξη ακραίας βαρβαρότητας, οι Γερμανοί έριξαν τις δύο ηλικιωμένες γυναίκες στα σπίτια τους αφού προηγουμένως τους είχαν βάλει φωτιά. Λίγο αργότερα, ο λοχαγός Νίμπερ προήχθη σε ταγματάρχη για τη δράση του.
Μετά το τέλος του πολέμου, η Ελλάδα ζήτησε από τους Βρετανούς την έκδοση του στρατηγού Kurt Student, αλλά το αίτημα δεν έγινε δεκτό. Ο Στούντεντ δικάστηκε από τους Βρετανούς για κακομεταχείριση κρατουμένων και για τη δολοφονία αιχμαλώτων πολέμου στην Κρήτη. Κρίθηκε ένοχος για τρεις από τις οκτώ κατηγορίες. Καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή, αλλά απελευθερώθηκε το 1948 για «ιατρικούς λόγους». Ποτέ δεν κατηγορήθηκε για εγκλήματα κατά των αμάχων, όπως η σφαγή στο Κοντομαρί. Το Βρετανικό στρατοδικείο αποδέχθηκε ότι τα εγκλήματα κατά των αμάχων συνιστούσαν στρατιωτική ανάγκη.
Οι «σουμπερτέοι» με τη σειρά τους, οι περισσότεροι, όπως αναφέραμε, ήταν ντόπιοι δοσίλογοι και παλιοί ποινικοί που ο Σούμπερτ είχε απελευθερώσει από τις φυλακές με σκοπό την επάνδρωση ενός τάγματος θανάτου υπό τις διαταγές του, λάτρευαν τα βασανιστήρια και τους βιασμούς ειδικά ανήλικων κοριτσιών. Μαζί με το καμάρι του Γερμανικού στρατού, τους αλεξιπτωτιστές, επέδειξαν ιδιαίτερες επιδόσεις με την ξιφολόγχη. Ιδίως όταν επρόκειτο να «ξεγεννήσουν» εγκύους που έβρισκαν κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τους.
Αυτούς και πολλούς σαν κι αυτούς τίμησε στο Γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο του Διονύσου ο αρχηγός του ΓΕΕΘΑ κ. Κωσταράκος καταθέτοντας στεφάνι στις 16 Νοεμβρίου, μετά από πρόσκληση της Γερμανίας. Βέβαια, η πρόκληση προέρχεται κυρίως από την Γερμανική πρεσβεία, η οποία επιμένει να στήνει τέτοιες εκδηλώσεις εξαγνισμού του παρελθόντος της. Απλά η εθελοδουλεία των κυβερνώντων είναι τέτοια, που τους είναι αδιανόητο να απαγορεύσουν στην επίσημη Γερμανία τέτοιες τελετές ρεβανσισμού.
Οι συνέπειες της πολιτικής των «ανοιχτών θυρών»
Η δυτική Γερμανία αρχίζει να πιέζει για τη δημιουργία Γερμανικών στρατιωτικών νεκροταφείων ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950. Στην αρχή απαιτούσε τη δημιουργία μεγαλόπρεπων μαυσολείων στην Κρήτη και στην Αττική. Η πρώτη κυβέρνηση που φαίρνει ΝΔ στη Βουλή για την ίδρυση των νεκροταφείων ήταν της ΕΡΕ το 1961. Το παραμύθι ήταν απλό. Την εποχή εκείνη η Γερμανία υποσχόταν την ίδρυση ενός «κονσόρτσιουμ» με την Ελλάδα που θα χρηματοδοτούσε μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές ενέργειας και βιομηχανίας που είχε ανάγκη ο τόπος.
Με το αζημίωτο, βέβαια, καθ” ότι η ιδιοκτησία των υποδομών θα περνούσε στο «κονσόρτσιουμ». Στις στήλες των εφημερίδων έβρεχε εκατοντάδες εκατομμύρια μάρκα, που δήθεν θα έρχονταν στην φτωχή Ελλαδίτσα ως «βοήθεια» από τη Γερμανία. Ο υπουργός συντονισμού της κυβέρνησης ΕΡΕ, Π. Παπαληγούρας, στις 21 Ιουλίου 1962 ξεκινούσε για τη Βόννη, όπου δηλώνει στο Γερμανικό πρακτορείο ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να ακολουθήσει πολιτική «ανοικτών θυρών» για τους ξένους κεφαλαιούχους (Ελευθερία, 22/7/1962). Μπάτε σκύλοι αλέστε κι αλεστικά μην δώστε.
Την ίδια ώρα η κυβέρνηση της ΕΡΕ κατέθετε στο κοινοβούλιο το ΝΔ για τα Γερμανικά στρατιωτικά νεκροταφεία. Ήταν ένα από τα πολλά ανταλλάγματα που ζητούσε η Γερμανία για την δήθεν «βοήθειά» της. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1962, η ελληνική βουλή με μόνο τις ψήφους των βουλευτών της ΕΡΕ εγκρίνει τα δυο Γερμανικά στρατιωτικά νεκροταφεία. Το ένα επρόκειτο να δημιουργηθεί στην περιοχή της μονής Νταού Πεντέλης και θα στοίχιζε 200 χιλιάδες δραχμές, τα οποία θα κατέβαλε η ελληνική κυβέρνηση. Το άλλο θα βρισκόταν πλησίον των Χανίων με κόστος 250 χιλιάδες δραχμές, το οποίο θα επιβάρυνε την Γερμανική κυβέρνηση.
Αξίζει τον κόπο να σημειώσουμε τις αντιδράσεις. Σύσσωμη η αντιπολίτευση αρνήθηκε να αποδεχθεί τέτοια προσβολή της εθνικής αξιοπρέπειας. Η Ένωση Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, που την εποχή εκείνη είχε κυρήξει ανένδοτο, τόνισε ότι η μόνη αποδεκτή λύση θα ήταν η επιστροφή των νεκρών στην Γερμανία. Το ίδιο δήλωσε και η ΕΔΑ. Χαρακτηρίστηκε εθνική μειοδοσία και έγκλημα η δημιουργία των Γερμανικών στρατιωτικών νεκροταφείων.
Πλήθος αντιδράσεων
Η Δημοκρατική Ένωση του Τσιριμώκου, φοβούμενη μεγάλη κοινωνική αναταραχή λόγω του προκλητικού – όπως η ίδια το χαρακτηρίζει – νομοσχεδίου διατυπώνει την εξής άποψη: «Θα επιδιώξωμεν ή να πείσωμε την γερμανικήν κυβέρνησιν να αποσύρη το αίτημα, ή να πείσωμε την ελληνικήν κυβέρνησιν να αποσύρη το νομοσχέδιον. Ελπίζομεν, ότι όλα τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως θα λάβουν την αυτήν θέσιν καθώς και ο Τύπος. Μετά τας υποθέσεις Μέρτεν και Κόλβες η τυχόν ψήφησις τοιούτου νομοσχεδίου θα αποτελέση όχι μόνο βαρείαν προσβολήν κατά της εθνικής φιλοτιμίας, αλλά και αποφασιστικόν πλήγμα κατά των ελληνογερμανικών σχέσεων. Διότι θα μεταβάλη την μεγάλην πλειοψηφίαν των Ελλήνων εις αδυσωπήτους εχθρούς της Δυτικής Γερμανίας.» (Ελευθερία, 11/2/1962).
Το λιγότερο «κακό»
Στις 4 Μαρτίου 1965, τέσσερις μήνες μόλις πριν το βασιλικό πραξικόπημα των Ιουλιανών, η ελληνική βουλή ψηφίζει νέο νομοσχέδιο για την ίδρυση Γερμανικών νεκροταφείων. Αυτή την φορά το εισηγείται η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Τι άλλαξε από το 1962; Τίποτε άλλο εκτός από την επίσημη υπόσχεση της Ομοσπονδιακής Γερμανίας ότι θα ιδρύσει ανάλογα νεκροταφεία των Ελλήνων θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας στη χώρα της. Περιττό να πούμε πόσο φρούδα αποδείχθηκε κι αυτή η υπόσχεση.
Όπως ήταν φυσικό η ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου προκάλεσε ξανά σάλο, τόσο στην ελληνική κοινωνία, όσο και στο κοινοβούλιο. Όμως, η νομή της εξουσίας αλλάζει τα πράγματα. Σε παρέμβαση του ίδιου του Γ. Παπανδρέου στη συζήτηση της βουλής, θέλοντας να απαντήσει στους εκπροσώπους της ΕΔΑ που τόνιζαν ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε τα εγκλήματα του ναζισμού, δια της ανεργέσεως μνημείων των Γερμανών, δήλωσε τα εξής καταπληκτικά: «Επί του θέματος έχομεν εκφράσει τας γνώμας μας. Αλλ” ήθελον, απαντών στον ομιλητήν της αριστεράς, ότι το μέλλον και της ανθρωπότητας και της χώρας οικοδομείται επί της λήθης κι όχι επί της μνήμης.» (Ελευθερία, 5/3/1965).
Αυτό αντιπροσωπεύουν τα Γερμανικά στρατιωτικά νεκροταφεία στην Ελλάδα. Την λήθη κι όχι την μνήμη. Την λήθη για όσα υπέστη ο ελληνικός λαός και οι άλλοι λαοί από καθεστώτα που επιδίωκαν την εγκαθίδρυση της «παγκόσμιας νέας τάξης πραγμάτων» υπό συνθήκες αποικιοκρατίας, κατοχής και υποτέλειας προς το συμφέρον των ισχυρών. Και να που φτάσαμε σήμερα. Να κυριαρχεί η λήθη κι έτσι στη σημερινή Ελλάδα δικαιώνεται η αποστροφή του Αμερικανού φιλοσόφου, Τζορτζ Σανταγιάνα: «Εκείνοι που δεν μπορούν να θυμηθούν το παρελθόν είναι καταδικασμένοι να το επαναλάβουν.» (George Santayana, The Life of Reason, New York: 1920, σ. 284.)
Δημοσιεύτηκε στο Χωνί, 7/12/2014
Δημήτρης Καζάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου