Μια εξαρτημένη-προσαρτημένη οικονομία δίχως μέλλον
Οι διθύραμβοι της κυβέρνησης Σημίτη και των οπαδών της Euroland περί «οικονομικών επιτευγμάτων» και «ισχυρού νομίσματος» μοιάζουν όλο και περισσότερο με μακάβριο αστείο για μια χώρα σε πλήρες αδιέξοδο.
Η υιοθέτηση ενός «ισχυρού νομίσματος» όπως το ευρώ ούτε λίγο ούτε πολύ άνοιξε μια νέα περίοδο σταθερότητας και ανάπτυξης για την Ελλάδα. Αυτό θέλουν να πιστέψουμε η κυβέρνηση και οι οπαδοί της ΟΝΕ. Και στο όνομα αυτής της θεωρίας δικαιολογείται η εκχώρηση ολόκληρης της νομισματικής πολιτικής στη δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Έτσι η Ελλάδα από 1/1/2002 έχασε και τυπικά το δικαίωμα να εκδίδει νόμισμα και γενικά να ρυθμίζει τα νομισματικά της. Ειδικά σε μια περίοδο κατά την οποία, στο επίπεδο της παγκόσμιας οικονομίας, η νομισματική ρύθμιση (κυρίως ο χειρισμός της νομισματικής κυκλοφορίας, των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των επιτοκίων) έχει αναχθεί σε κυρίαρχο μοχλό της οικονομικής πολιτικής, το γεγονός και μόνο ότι μια χώρα όπως η Ελλάδα αποποιείται το δικαίωμά της να ασκεί νομισματική πολιτική σύμφωνα με τις δικές της εθνικές ανάγκες φαίνεται μάλλον «περίεργο»!
Μια πολύ παλιά νευρωτική θεωρία
Ωστόσο, η θεωρία ότι από την ύπαρξη ενός «ισχυρού νομίσματος» εξαρτάται η οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη δεν έχει τίποτε απολύτως το καινούργιο. Η αναζήτηση της οικονομικής σταθερότητας στο πεδίο της νομισματικής ρύθμισης αποτελεί μια πολύ παλιά νεύρωση του καπιταλισμού. Έχει την καταγωγή της στα νομισματικά πειράματα του Τζον Λο τον 16ο αιώνα, που οδήγησαν στις πρώτες χρηματοπιστωτικές φούσκες με καταστροφικά αποτελέσματα. Ήταν τόσο απεχθής η εμπειρία από εκείνους τους πρώτους πειραματισμούς του Λο που οι πιο φωτισμένοι εκπρόσωποι της πολιτικής και της οικονομίας για σχεδόν δυο αιώνες αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι η κυριαρχία του χρήματος, της πίστης και των χρηματαγορών συνιστούσαν το μέλλον της «οικονομίας της αγοράς, ενώ οι οικονομολόγοι της εποχής αγωνίστηκαν να πείσουν πως η σταθερότητα της οικονομίας δεν εξαρτάται από τη χρηματοπιστωτική σφαίρα αλλά πρωταρχικά από τη διευρυμένη παραγωγή υλικού πλούτου. Μάλιστα, ο πατέρας της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας, Άνταμ Σμιθ, είχε προειδοποιήσει ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα ότι η ανάγκη για εθνικό χαρτονόμισμα, που εκδίδεται από μια εθνική κεντρική τράπεζα, δεν αφορά τόσο στα μεγάλα κράτη όσο τα μικρά, ώστε να διαθέτουν τους ελάχιστους δυνατούς όρους ελέγχου της οικονομίας τους και το εμπόριό τους να μη γίνεται έρμαιο των ισχυρών νομισμάτων[1]. Μήπως ήξερε κάτι που θέλουν να αγνοούν πολλοί σήμερα;
Ωστόσο, όποτε οι διεθνείς κερδοσκοπικές ορέξεις των πιο αντιδραστικών κύκλων του κεφαλαίου γνώριζαν νέες εξάρσεις, όποτε ο άγριος ανταγωνισμός, οικονομικός και πολιτικός, για κυριαρχία στις παγκόσμιες αγορές άναβε, τότε εμφανίζονταν θεωρίες που πρότασσαν ως θεμελιώδη ανάγκη την ύπαρξη ενός ισχυρού παγκόσμιου χρήματος. Τέτοιες ήταν οι νομισματικές αντιλήψεις των μερκαντιλιστών του 17ου αιώνα, που ήθελαν να δικαιολογήσουν την ακόρεστη δίψα για χρυσάφι των μεγάλων αυτοκρατοριών της εποχής. Ανάλογες νευρώσεις διέκριναν και τους θιασώτες του «χρυσού κανόνα», που φαντάζονταν ότι η μετατροπή του χρυσού σε γενικό διεθνές ισοδύναμο για όλα τα νομίσματα θα εξασφάλιζε τη σταθερότητα. Η τραγική αυτή αυταπάτη χάθηκε οριστικά στα συντρίμμια που προκάλεσε το μεγάλο κραχ του 1929.
Το 19ο αιώνα, την εποχή που βασίλευε το αδιαφιλονίκητο μονοπώλιο της Βρετανίας στις παγκόσμιες αγορές, δεν είναι καθόλου τυχαίο που την αντίληψη για ενιαίο «παγκόσμιο χρήμα» προπαγάνδιζαν οι πιο σημαίνοντες εκπρόσωποι της βρετανικής ολιγαρχίας. Έτσι ο εξέχων ιδεολόγος των αυτοκρατορικών συμφερόντων της Βρετανίας, κ. W. Bagehot έγραφε στα 1868: «Όλοι θα πρέπει να διαπιστώσουν ότι το αίτημα για ομοιομορφία στα νομίσματα είναι μόνο μια περίπτωση της αυξανόμενης απαίτησης για ομοιομορφία στις υποθέσεις ανάμεσα σε έθνη πραγματικά όμοια. Πολλά ζητήματα, τα περισσότερα ζητήματα της νομοθεσίας διαφέρουν ανάμεσα στα έθνη, διότι εξαρτώνται από την εθνική συγκρότηση, την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία και άλλες αιτίες. Όμως το εμπόριο είναι παντού το ίδιο. Η αγορά και η πώληση, η πίστωση και η χρέωση είναι παντού στον κόσμο ίδιες, οπότε όλες οι συνθήκες που σχετίζονται μαζί τους θα πρέπει διεθνώς να είναι ίδιες επίσης»[2]. Το αίτημα για ενιαίο παγκόσμιο χρήμα συνόδευε την προσπάθεια για την επιβολή εκ μέρους της Βρετανίας του δόγματος του «ελεύθερου εμπορίου» παγκόσμια.
Βέβαια, οι πιο σημαντικές οικονομίες της εποχής στις δύο όχθες του Ατλαντικού απάντησαν «ευχαριστώ δεν θα πάρω». Ήταν η εποχή που φορτσάριζαν τα μέγιστα για να σπάσουν το παγκόσμιο μονοπώλιο της Βρετανίας και γι’ αυτό δεν είχαν καμιά όρεξη να θυσιάσουν το εθνικό τους νόμισμα και να γκρεμίσουν τα προστατευτικά τείχη της δικής τους εσωτερικής αγοράς. Ωστόσο η νομισματική προσάρτηση –μιας κι αυτό σημαίνει «παγκόσμιο χρήμα» – αποτελούσε για τις ισχυρές χώρες ένα καλό μέσο για την προώθηση των δικών τους οικονομικών συμφερόντων εις βάρος λιγότερο ισχυρών χωρών. Στη βάση αυτή υπήρξε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και η Λατινική Νομισματική Ένωση, η οποία δημιουργήθηκε στη βάση του γαλλικού φράγκου και έγινε για την προώθηση των γαλλικών χρηματιστικών-τοκογλυφικών συμφερόντων. Σ’ αυτήν είχε ενταχθεί και η Ελλάδα. Η εμπειρία για τη χώρα μας υπήρξε καταστροφική, έστω κι αν και οι τότε κυβερνώντες εκθείαζαν τη σύνδεση της δραχμής με το «ισχυρό φράγκο» ως παγίωση της «σταθερότητας» και του «αναπτυξιακού δυναμισμού» της ελληνικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα η Λατινική Ένωση συνέβαλε σημαντικά στην καταστροφική υπερχρέωση της χώρας. Οι μόνοι που ωφελήθηκαν ήταν οι Γάλλοι τραπεζίτες και όσοι «χρυσοκάνθαροι» ντόπιοι σπεκουλαδόροι συνδέονταν με γαλλικά χρηματιστικά συμφέροντα, όπως π.χ. ήταν ο μεγαλοχρηματιστής Βλαστός, ο οποίος υπήρξε ένας από τους παρασκηνιακούς αρχιτέκτονες του στημένου πολέμου του 1897, μόνο και μόνο για να επωφεληθεί αυτός και οι όμοιοί του από την χρεωκοπία της Ελλάδας και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου.
Σήμερα η δημιουργία του ευρώ δεν βασίστηκε στην «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» αλλά πρωταρχικά στη διεθνή παντοκρατορία του δολαρίου ως προς την οποία λειτουργεί συμπληρωματικά κι όχι φυσικά ανταγωνιστικά. Άλλωστε η επιχείρηση δημιουργίας ουσιαστικά τριών «ισχυρών» διεθνών νομισμάτων (δολάριο, ευρώ, γιεν) στη βάση φυσικά της παντοκρατορίας του δολαρίου αποτελεί επιδίωξη των ΗΠΑ από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Κι αυτό γιατί οι ΗΠΑ θεωρούν ότι θα εξασφαλίσουν σταθερά εναλλακτικά στηρίγματα στο δολάριο, ιδίως όταν αυτό πιέζεται από κερδοσκοπικούς πυρετούς σε μια παγκόσμια αγορά όπου 90 από τις 100 συναλλαγές που εκτελούνται κάθε μέρα έχουν καθαρά κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Όπως άλλωστε συμβαίνει αυτή την εποχή που το δολάριο αναγκάζεται να υποχωρήσει και το ευρώ αποτελεί καταφύγιο ευκαιρίας για διεθνή κερδοσκοπικά κεφάλαια.
Ο ζουρλομανδύας του Ευρώ
Μόνο που με τον τρόπο αυτό το ευρώ αποδεικνύεται εξαιρετικά στενός κορσές ακόμη και για ισχυρές οικονομίες, όπως είναι η Γερμανία, η Ιταλία και η Γαλλία. Οι δημοσιονομικές πιέσεις τις οποίες δέχονται είναι τέτοιες που αναγκάζονται να αμφισβητήσουν έμπρακτα τη βάση της «νομισματικής σταθερότητας» του ευρώ, δηλαδή τα κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας. Για χώρες, όμως, όπως η Ελλάδα η επίδραση του ευρώ είναι πραγματικά καταστροφική.
Στους λίγους μήνες υιοθέτησης του ευρώ, οι άμεσες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας διαγράφονται εξαιρετικά δυσοίωνες. Κι αυτό δεν αφορά μόνο ή απλά το κύμα ανατιμήσεων που έφερε το ευρώ, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι λειτουργεί καταλυτικά στην ταχύτατη αποσάθρωση της ελληνικής οικονομίας στο σύνολό της.
Καταρχήν η ελληνική οικονομία έχει περιέλθει σε μια οξύτατη χρόνια κρίση ρευστότητας. Αυτό σημαίνει ότι το ρευστό χρήμα σπανίζει στην αγορά και όσο περνά ο καιρός σπανίζει ακόμη περισσότερο. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το 2000 η ετήσια νομισματική κυκλοφορία ήταν της τάξης των 7,7 δισεκατομμυρίων ευρώ, το 2001 υποχωρεί στα 7,2 δις ευρώ (μείωση κατά 6,5%), ενώ τον Ιανουάριο του 2002 η νομισματική κυκλοφορία υποχωρεί στα 5,4 δις ευρώ και βαίνει συνεχώς μειούμενη όλους τους κατοπινούς μήνες. Με άλλα λόγια η νομισματική κυκλοφορία της χώρας έχει μειωθεί πάνω από 30% σε σχέση με το 2000 και πάνω από 25% σε σχέση με το 2001.
Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο τις συναλλαγές στην αγορά, όπως φαίνεται άλλωστε κι από την έκρηξη ακάλυπτων επιταγών στους πρώτες μήνες του 2002, των οποίων η συνολική αξία ανέρχεται μόνο το πρώτο δίμηνο σε πάνω από 148 εκατομμύρια ευρώ, που συνιστά υπερδιπλασιασμό σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει πια η δυνατότητα έκδοσης χρήματος με βάση τις εθνικές ανάγκες, αλλά και λόγω της συνεχιζόμενης παραγωγικής αποδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, που δεν της επιτρέπει σοβαρές εξαγωγικές επιδόσεις, τότε η μόνη «διέξοδος» από την κρίση ρευστότητας είναι ο υπερδανεισμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
«Το χρέος είναι η χειρότερη μορφή φτώχειας», έλεγε ένα λαοφιλές γνωμικό της Αγγλίας του 18ουαιώνα. Και πράγματι το χρέος έχει εξελιχθεί ίσως στο μεγαλύτερο βραχνά πολλών επιχειρήσεων, του μέσου ελληνικού νοικοκυριού αλλά και συνολικά της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η συνολική τραπεζική χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα εκτινάχθηκε τον Μάρτιο του 2002 στο 54,3% του ΑΕΠ με προοπτική να ξεπεράσει το 64% σε ετήσια βάση, όταν αντίστοιχα τον Μάρτιο του 2001 ανερχόταν στο 47,9% του ΑΕΠ και σε ετήσια βάση στο 56,5%. Με άλλα λόγια έως το τέλος του 2002 σχεδόν τα 2/3 του ΑΕΠ της χώρας θα είναι υποθηκευμένο στις τράπεζες.
Η μέγγενη αυτή του χρέους δεν σφίγγει μόνο τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, που ήδη αντιμετωπίζουν ένα φάσμα μαζικών πτωχεύσεων, αλλά αρχίζει να πολιορκεί και την αφρόκρεμα του χρηματιστηρίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τα στοιχεία του πρώτου τριμήνου 2002 σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2001, οι υποχρεώσεις του συνόλου των εισηγμένων εταιρειών (εκτός τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών εταιρειών) παρουσιάζονται αυξημένες σε ποσοστό 12% και ανέρχονται πλέον σε 33,4 δις ευρώ. Το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά μεγαλύτερο τόσο από την αντίστοιχη αύξηση του τζίρου αυτών των εταιρειών (περίπου 7,9%), όσο και από τη βελτίωση της κερδοφορίας τους κατά περίπου 8% (Μέτοχος, 14/6/2002).
Τα χρέη πνίγουν επίσης και εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τα νοικοκυριά χρωστούν αυτή τη στιγμή στις τράπεζες 25 δις ευρώ (8,5 τρις δρχ.) από στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες. Αυτό σημαίνει ότι σε κάθε εργαζόμενο αναλογεί ένα χρέος περίπου από 1,8 εκατομμύρια δρχ., όταν το μέσο διαθέσιμο εισόδημα ενός νοικοκυριού μόλις που προσεγγίζει τα 7 εκατομμύρια. δρχ. Ενδεικτικό του ιλιγγιώδους ρυθμού αύξησης του δανεισμού των νοικοκυριών είναι το γεγονός ότι το 1996 τα δανεικά ήταν 1,61 τρις δρχ. Στο πρώτο τρίμηνο του 2002 ειδικά τα χρέη από καταναλωτικά δάνεια και πιστωτικές κάρτες έκαναν άλμα κατά 39% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2001.
Μια επιπλέον δραματική πτυχή του υπερδανεισμού είναι και το δημόσιο χρέος. Η έλευση του ευρώ έφερε μια εξαιρετικά σημαντική αλλαγή. Το δημόσιο χρέος έπαψε να εκφράζεται πλέον σε εξωτερικό (εκφρασμένο σε σκληρό νόμισμα) δημόσιο χρέος και σε εσωτερικό χρέος (σε εθνικό νόμισμα). Αντίθετα στο σύνολό του μετατράπηκε σε εξωτερικό δημόσιο χρέος, μιας και εκφράζεται πλέον σε σκληρό νόμισμα, το ευρώ. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διαχείρισή του, μιας και στενεύουν απελπιστικά τόσο τα όποια περιθώρια των δημοσιονομικών ελιγμών όσο και της γενικής διαπραγματευτικής ικανότητας, ενώ επιδεινώνονται δραματικά οι όροι εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.
Επίσημα το δημόσιο χρέος ανέρχεται λίγο πάνω από τα 130 δις ευρώ (2001), περίπου όσο και το ΑΕΠ της χώρας, όταν το 1998 το επίσημο δημόσιο χρέος ανερχόταν στα 111 δις ευρώ. Λέμε το επίσημα ανακοινώσιμο δημόσιο χρέος, διότι η κυβέρνηση το έχει «μαγειρέψει» τόσο πολύ που ακόμη και η Eurostat διατηρεί σοβαρές επιφυλάξεις. Σε ανακοίνωση τύπου (21/3/2002) η Eurostat αναφέρει ειδικά για τα στοιχεία του δημόσιου χρέους της Ελλάδας ότι η υπηρεσία «προς το παρόν δεν είναι σε θέση να επιβεβαιώσει τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση της Ελλάδας… τα ανακοινωθέντα στοιχεία του χρέους της γενικής κυβέρνησης θα πρέπει να θεωρούνται ως προσωρινά και είναι πιθανό να αυξηθούν».
Η προσπάθεια της κυβέρνησης δεν είναι μόνο να μην εμφανίσει το πραγματικό μέγεθος του δημόσιου χρέους, αλλά και να μεταθέσει όσο μπορεί στο μέλλον το μεγαλύτερο μέρος της εξυπηρέτησής του. Έτσι μεταθέτει διαρκώς μέρος των χρεωλυσίων, με αποτέλεσμα συσσωρευτικά να προβλέπεται ότι αυτά θα ξεπεράσουν το 14% του ΑΕΠ για το 2002. Ταυτόχρονα μέχρι τα μέσα Απριλίου 2002 εκδόθηκαν νέα ομόλογα δημόσιου χρέους ύψους 14,2 δις ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν στο 54% του συνολικού ποσού των 26,5 δις ευρώ που έχει προγραμματίσει η κυβέρνηση να εκδόσει έως το τέλος του έτους. Ολόκληρη αυτή η σειρά ομολόγων του ελληνικού δημοσίου θα πάει στην αναχρηματοδότηση του υπάρχοντος χρέους. Οι μόνοι κερδισμένοι από τη μετατροπή του δημόσιου χρέους σε ευρώ ήταν οι ξένοι κερδοσκόποι, στους οποίους ανήκει πλέον το μεγαλύτερο πακέτο ομολόγων του ελληνικού δημοσίου.
Οι τρομακτικές πιέσεις από την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους εκδηλώνονται και στην πορεία του γενικού κρατικού προϋπολογισμού. Σύμφωνα με την Εξαμηνιαία Έκθεση του Υπουργείου Οικονομίας (Ιούνιος 2002) ο τακτικός προϋπολογισμός εμφανίζει ένα απροσδόκητο έλλειμμα στο τέλος του πρώτου τριμήνου που ανέρχεται στα 1.669 δις ευρώ, έναντι ετήσιου στόχου για πλεόνασμα 816 εκατομμύρια ευρώ! Το έλλειμμα αυτό οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση εμμένει στο στόχο της για πλεόνασμα στο τέλος του έτους, είναι πλέον σίγουρο ότι αυτός θα επιτευχθεί μόνο με χοντρό «μαγείρεμα».
Η τρομακτική ανάγκη για χρήμα σε συνθήκες ζουρλομανδύα ευρώ έχει οδηγήσει στην επιτάχυνση της γενικευμένης εκποίησης δημόσιου πλούτου έναντι πινακίου φακής και προσφυγής σε ακόμη πιο επαχθείς και ληστρικές μορφές δανεισμού. Τέτοια περίπτωση είναι ο δανεισμός με τη δέσμευση συγκεκριμένων πόρων του δημοσίου. Για παράδειγμα στα τέλη του προηγούμενου έτους (ΦΕΚ, 12/12/2001) η κυβέρνηση υπέγραψε σύμβαση με μια περίεργη offshore εταιρεία, την Αίολος, για την έκδοση ομολογιακού δανείου με υποθήκη τα έσοδα από τα τέλη υπερπτήσεων του FIR Αθηνών, που εισπράττει η Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας. Τα τέλη που υποθηκεύτηκαν καλύπτουν την περίοδο έως το 2019, με αντάλλαγμα την είσπραξη από την κυβέρνηση λιγότερων από 400 εκατομμύρια ευρώ.
Η τακτική αυτή μας ξαναγυρίζει σε εποχές ληστρικού δανεισμού τύπου σκριπ, που οδήγησαν την Ελλάδα του 19ου αιώνα στο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χ. Τρικούπη. Το εύρος αυτής της πρακτικής είναι δύσκολο να το γνωρίζουμε, καθώς η κυβέρνηση φροντίζει να μην το εμφανίζει ως μορφή δημόσιου δανεισμού. Με βάση εκτίμηση της Eurostat, ο δημόσιος δανεισμός αυτής της μορφής πιθανόν να ξεπερνά στο πρώτο τρίμηνο του 2002 το 5% του ΑΕΠ. Αν και οι δραματικές επιπτώσεις είναι πολύ ευρύτερες και σε βάθος χρόνου.
Από την εξάρτηση στην προσάρτηση!
Η συνολική κατάσταση έχει δημιουργήσει ένα θανάσιμο βρόγχο γύρω από το λαιμό της ελληνικής οικονομίας. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση θριαμβολογεί με πλασματικές αυξήσεις του ΑΕΠ, τις οποίες εμφανίζει να κινούνται πάνω από το 4%, η κατάσταση της βιομηχανικής παραγωγής παρουσιάζει έντονες πτωτικές τάσεις, ιδίως η μεταποίηση η οποία στο πρώτο τρίμηνο του 2002 υποχώρησε κατά σχεδόν 1%, όταν το αντίστοιχο τρίμηνο του 2001 είχε αυξηθεί κατά 3,6%.
Η πραγματική δυναμική της ελληνικής οικονομίας φανερώνεται επίσης και από την πορεία των εξωτερικών της ισοζυγίων. Έτσι με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας Ελλάδας, οι εξαγωγές (εκτός καυσίμων) της χώρας κατά το πρώτο τρίμηνο του 2002 παρουσιάζουν δραματική πτώση της τάξης του 6,6%, όταν στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2001 παρουσίαζαν αύξηση κατά 23,4%. Το ενδιαφέρον είναι ότι και οι εισαγωγές για το ίδιο διάστημα του 2002 παρουσιάζουν μείωση κατά 4,2%, λόγω κυρίως σοβαρότατης πτώσης των επενδύσεων στη βιομηχανική παραγωγή κεφαλαιακών αγαθών κατά 20%. Πτώση επίσης εμφανίζουν και οι εισπράξεις και οι πληρωμές υπηρεσιών κατά 10,3% και κατά 14,3% αντίστοιχα, ενώ την ίδια περίοδο του 2001 είχαμε αυξήσεις κατά 31,9% και 20,6% αντίστοιχα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τη συνολική κατάσταση και τις άμεσες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας; Καταρχήν υποδηλώνουν μια άμεση ραγδαία επιδείνωση της διεθνούς οικονομικής θέσης της χώρας, όπως επίσης και μια επικείμενη όξυνση του προβλήματος της μαζικής ανεργίας. Μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να εμφανίζει ένα ποσοστό ανεργίας της τάξης του 10,9% για το πρώτο τρίμηνο του 2002, αλλά οι εκτιμήσεις κατατείνουν σε μια αύξησή της έως το τέλος του έτους κατά 3 έως 6 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το τρέχον ποσοστό.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο ελληνικός καπιταλισμός όχι μόνο δεν κατόρθωσε να μπει στο «κλαμπ των ισχυρών», αλλά πέρασε πλέον σε μια νέα κατάσταση εξάρτησης, την προσάρτηση. Η έξωθεν επιδοτούμενη και άκρως κερδοσκοπική οικονομία-φούσκα, πάνω στην οποία βασίστηκε η μεγέθυνσή του ελληνικού καπιταλισμού τα τελευταία χρόνια, δεν έχει καμιά απολύτως προοπτική. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που όλες οι πολιτικές της κυβέρνησης, όλα τα «μεγάλα έργα», όλες οι μεγάλες επενδύσεις, όλοι οι μεγαλεπήβολοι επιχειρηματικοί σχεδιασμοί σταματούν στην Ολυμπιάδα του 2004. Αυτή είναι και η τελευταία μεγάλη ευκαιρία κερδοσκοπικής λεηλασίας της χώρας. Από εκεί και πέρα, το χάος.
Αυτός είναι και ο βαθύτερος λόγος της σημερινής διεθνοποίησης του ντόπιου κεφαλαίου. Το ντόπιο μονοπωλιακό κεφάλαιο αφού πρώτα προσεταιριστεί ξένα μονοπωλιακά συμφέροντα, δεν εξορμά με ιμπεριαλιστικό ορμητήριο τη χώρα, αλλά βιάζεται να συμμετάσχει στην κερδοσκοπική λεηλασία τόσο της χώρας του όσο και της γύρω περιοχής, όπου έτσι ή αλλιώς βασικός πρωταγωνιστής είναι το πολυεθνικό κεφάλαιο. Η διεθνοποίησή του ντόπιου μονοπωλιακού κεφαλαίου επιχειρείται όχι «αυτόβουλα», ούτε κύρια πάνω στη δική του «αυτοτελή» βάση συμφερόντων, αλλά κάτω από την ασφυκτική πίεση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και τη ραγδαία «απορρόφηση» των δικών του μεριδίων αγοράς στο εσωτερικό της χώρας από το πολυεθνικό κεφάλαιο. Το ντόπιο μονοπωλιακό κεφάλαιο αναζητά μέσα από τη συνάρθρωσή του με το πολυεθνικό κεφάλαιο όχι να διεκδικήσει τη δική του προνομιακή ένταξη στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, ούτε «καλύτερη θέση» στο μονοπωλιακό ανταγωνισμό, αλλά τη μακροπρόθεσμη κερδοσκοπική του επιβίωση σε συνθήκες όπου ο ελληνικός καπιταλισμός στο σύνολό του αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα προοπτικής.
Με το ευρώ ολοκληρώνεται πλέον μια διαδικασία μετατροπής του προβλήματος της εξάρτησης της Ελλάδας από καταστροφικό συνδυασμό ανάπτυξης και υπανάπτυξης, τυπικής ανεξαρτησίας και ουσιαστικής υποταγής, όπως ήταν εξυπαρχής ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, σε κεντρικό πρόβλημα επιβίωσης για τη χώρα και το λαό της. Περιθώρια για αυταπάτες δεν υπάρχουν πια.
Η άμεση ανάγκη απεγκλωβισμού
Η πορεία της χώρας έτσι ή αλλιώς, με το ευρώ ή δίχως αυτό, ήταν εξαιρετικά προβληματική. Το ευρώ δεν πρόσθεσε απλά νέα βάρη, δεν επιδείνωσε μόνο ραγδαία τις άμεσες προοπτικές της χώρας, αλλά η έλευσή του εξάντλησε τα περιθώρια ακόμη και για μια διαχειριστική αντιμετώπιση ακόμη και των πιο οξυμένων προβλημάτων. Το ερώτημα που τίθεται είναι ποια πρέπει να είναι η απάντηση των εργαζομένων;
Καμιά σοβαρή συζήτηση δεν μπορεί να υπάρξει για την αντιμετώπιση της δεινότατης κατάστασης, αν πρώτα απ’ όλα δεν απεγκλωβιστεί η χώρα από το ευρώ. Αυτό σημαίνει απλά ότι είναι άμεση ανάγκη η αποδέσμευση εδώ και τώρα από το ευρώ. Δίχως αυτήν είναι αδύνατον να υπάρξουν πολιτικές ριζικής αντιμετώπισης των οξύτατων προβλημάτων προς το συμφέρον της χώρας και του λαού της.
Το δυστύχημα είναι ότι η αριστερά σήμερα έχει συμβιβαστεί σε τέτοιο βαθμό με το καθεστώς εξάρτησης που θεωρεί είτε «δαιμονοποίηση του ευρώ» την άμεση απαλλαγή από αυτό είτε «αντικειμενική αναγκαιότητα» την πορεία προσάρτησης της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Όμως τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά. Όσοι αρνούνται να θέσουν ως άμεσο αίτημα την αποδέσμευση από το ευρώ και την ΟΝΕ, δεν είναι παρά συνυπεύθυνοι, συνένοχοι στα αδιέξοδα που οικοδομεί το πολυεθνικό κεφάλαιο και οι μηχανισμοί του, όσο κι αν ασκούνται σε αντικαπιταλιστικές κορώνες, σε αναφορές στο σοσιαλισμό και σε σκληρές καταγγελίες της κυβέρνησης και της ΕΕ.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Adam Smith, An Inquiry into the Nature and Causes of the Wealth of Nations, Book IV.iii.b.
[2] Walter Bagehot, A Universal Money, Collected Works, τ. II, [London, 1978], σελ. 65.
ΕΜΠΡΟΣ. ΤΧ. 6Ο., 2004
από dimitriskazakis
από dimitriskazakis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου