Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Δ. Καζάκης: Ο νέος χαρακτήρας της αριστεράς

Του Δημήτρη Καζάκη


Καμιά μεταλλαγή του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας δεν μπορεί να συμβεί δίχως την κατάλληλη προσαρμογή της αριστεράς. Από ιστορική άποψη η αριστερά υπήρξε ανέκαθεν μια πολιτική έννοια δίχως ξεκάθαρο περιεχόμενο, δίχως σαφείς κοινωνικές, ταξικές και ιδεολογικο-πολιτικές αναφορές. Δεν ήταν παρά ένα αναγκαίο προϊόν της τυπικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και επομένως φέρει ανεξίτηλα και εγγενώς όλες τις παραμορφώσεις, αυταπάτες και διαστροφές του κοινοβουλευτισμού.

H άνδρωση της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης, ή άνοδος της πάλης για εργατικά και λαϊκά αιτήματα, οδήγησε και στην αναγκαία ιστορική μετεξέλιξη της αριστεράς. Από μια συγκεχυμένη κοινοβουλευτική έννοια – όπου πρυτάνευαν τα αισθήματα κοινωνικής αδικίας και τα διάφορα δόγματα «κοινωνικής δικαιοσύνης» – στην επαναστατικά, κοινωνικά και ταξικά διαφοροποιημένη έννοια της αριστεράς. Η αριστερά έπαψε να είναι συνώνυμο της ηθικής ή ηθικολογικής καταγγελίας της όποιας αδικίας για να μετατραπεί σε ανοιχτό πεδίο οργανωμένης αντιπαράθεσης ιδεολογικο-πολιτικών ρευμάτων, κομμάτων και τάσεων, ιδεώδες περιβάλλον για την μαχητική ανάδειξη της ολοκληρωμένης ταξικής προοπτικής της εργατικής τάξης.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η αναφορά στην αριστερά ως αυτοτελή πολιτική έννοια δεν υπήρχε μέχρι τη δεκαετία του ’60. Έως τότε η αριστερά δεν συνιστούσε τίποτε περισσότερο από έναν πολιτικό επιθετικό προσδιορισμό τάσεων και ρευμάτων στο εσωτερικό των εργατικών, λαϊκών και επαναστατικών κινημάτων. Στη δεκαετία του ’60 και στο έδαφος της βαθιάς κρίσης της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, η οποία μετεξελισσόταν γοργά σε οργανικό πυλώνα του πολιτικού συστήματος εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά και του «διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος» που αντιμετώπιζε τα δικά του εσωτερικά αδιέξοδα, έγινε μια συστηματική προσπάθεια από τον ιδεολογικό και πολιτικό μηχανισμό του ιμπεριαλισμού, ιδίως των ΗΠΑ, να οικοδομηθεί μια «νέα αριστερά», ή στην ευρωπαϊκή της εκδοχή μια «ανανεωτική αριστερά». Μια αριστερά αρκούντως αφηρημένη ώστε να είναι παντελώς ξεκομμένη και απόλυτα εχθρική προς τις όποιες κοινωνικο-ταξικές αναφορές, προπομπός της ιμπεριαλιστικής ιδεολογίας και πολιτικής. Η ολοκλήρωση της πορείας μεταλλαγής της σοσιαλδημοκρατίας από ένα «αστικό κόμμα της εργατικής τάξης» σε μαχητική πολιτική δύναμη του μονοπωλιακού κεφαλαίου, η εκφυλιστική πορεία και η πλήρης διάλυση του «διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, μαζί με τη συνολική υποχώρηση του οργανωμένου εργατικού κινήματος, επέτρεψαν σ’ αυτήν την ιμπεριαλιστική «νέα αριστερά» τελικά να επικρατήσει. Σήμερα, στις συνθήκες κρίσης πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης του εργαζόμενου λαού, η αριστερά γενικά μετεξελίσσεται όλο και περισσότερο σε μια γενική αδιαφοροποίητη έννοια, όπου χωρούν τα πάντα. Η αριστερά όλο και περισσότερο μετατρέπεται σε χώρο πολιτικής συμβίωσης με ότι πιο αντιδραστικό και σκοταδιστικό έχει γεννήσει η λογική της προσαρμογής στις επιταγές του μεγάλου κεφαλαίου και της παγκόσμιας αγοράς του. Όλο περισσότερο αποσπάται από τα πιο άμεσα λαϊκά, εργατικά και δημοκρατικά αιτήματα, αποσπάται από τις αληθινές αγωνίες του εργαζόμενου λαού για να μεταβληθεί σε μια χρήσιμη εφεδρεία των κυρίαρχων δυνάμεων για τη πολιτική διαχείριση της κοινωνικής δυσαρέσκειας. Επομένως, αριστερά γενικά δεν υπάρχει, ή υπάρχει απλά και μόνο για να συσκοτίζει ανυπέρβλητες ταξικές διαφορές ανάμεσα σε δυνάμεις και πολιτικές, ενώ η μετατροπή της σε κεντρικό σημείο αναφοράς αποτελεί τυπική διαστροφή όσων κατανοούν την πολιτική με επιδερμικούς κοινοβουλευτικούς όρους και αδυνατούν να απευθυνθούν πρωταρχικά στους ίδιους τους εργαζόμενους και το λαό.
Πρέπει να είναι σαφές πως η επιλογή μιας πολιτικής δύναμης να αναφέρεται πρωταρχικά στην αριστερά γενικά, όπως κι αν την αυτοπροσδιορίζει, προδίδει την απόστασή της από την εργαζόμενη κοινωνία, αποδεικνύει τον τυπικά αστικό τρόπο κατανόησης της πολιτικής, όπου οι εργαζόμενοι είναι καταδικασμένοι στο περιθώριο ως οπαδοί της μιας, ή της άλλης πολιτικής ηγεσίας. Αυτοί που αναφέρονται σήμερα στην αριστερά ως υποκείμενο της πολιτικής τους, είναι γιατί θεωρούν τον λαό και τους εργαζόμενους ως αντικείμενο χειραγώγησης. Δεν έχει καμιά σημασία πόσο ριζοσπαστικά χρώματα φέρει η αριστερά καθενός, η ουσία δεν αλλάζει. Όλοι τους έχουν αποδεχτεί πλήρως τον παραδοσιακό πολιτικό μύθο του κοινοβουλευτισμού της αγυρτείας και της διαφθοράς, ο λαός για να εκφραστεί και για να βγει στο πολιτικό προσκήνιο χρειάζεται μια διαμεσολαβούσα δύναμη. Δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα απ’ αυτό. Ο λαός δεν χρειάζεται διαμεσολαβητές για να χαράξει την πορεία του. Χρειάζεται πρωτοπόρους αγωνιστές που τον βοηθούν να βγει ο ίδιος ορμητικά στο προσκήνιο και να οικοδομήσει ο ίδιος την ενότητα μέσα στις γραμμές του. Θυμάστε το παλιό σύνθημα του ΠΑΣΟΚ το 1981; Ο λαός στην εξουσία, το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση; Είναι ακριβώς αυτή η χυδαία θεωρία της διαμεσολάβησης. Η αληθινή δημοκρατία από την σκοπιά των καταπιεσμένων αυτής της κοινωνίας απαιτεί τον λαό στην εξουσία και πάλι τον λαό στην κυβέρνηση. Κανενός είδους κυβέρνηση, όσο σοσιαλιστική, επαναστατική, ή αριστερή κι αν αυτοχρίζεται, δεν πρόκειται να λειτουργήσει υπέρ του λαού, δεν πρόκειται να απαλλάξει τον εργαζόμενο από τα δεσμά του, όσο ο ίδιος ο λαός δεν θα βρίσκεται στο περιθώριο της πολιτικής και δεν θα ασκεί άμεσα, πρακτικά και αφεαυτού του τον καθοριστικό έλεγχο σε όλες τις πτυχές της δημόσιας διακυβέρνησης.
Γι’ αυτό και οι εκκλήσεις για την «κυβέρνηση της αριστεράς», δεν είναι μόνο η αναγκαία πρόφαση για όσους στο όνομα γενικά της αριστεράς επιζητούν την ενότητα με τις πολιτικές υποταγής στο μεγάλο κεφάλαιο, το ευρώ, την ΕΕ και το καθεστώς ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, αλλά συνιστά επίσης και μια συστηματική προσπάθεια ανοικτής υπονόμευσης της αναγκαίας κοινής δράσης του λαού και των εργαζομένων με επίκεντρο τα πιο άμεσα και ζωτικά τους αιτήματα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι πιο τυπικοί πρωταγωνιστές της «κυβέρνησης της αριστεράς» έχουν όλοι τους στο παρελθόν διακριθεί για την προκλητικά διασπαστική τους πρακτική απέναντι σε κάθε συμμαχική πρωτοβουλία, που δεν ήταν του ελέγχου τους και δεν «στρογγύλευε» αρκετά τα αιτήματά της, ώστε να είναι επαρκώς ταξικά, εθνικά και πολιτικά ακίνδυνα. Έχουν επίσης διακριθεί για τις προνομιακές συμφωνίες πάνω και κάτω από το τραπέζι της πολιτικής συναλλαγής, για την ανοιχτή πρακτόρευση κεντρικών πολιτικών επιλογών του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό, για την αναγωγή της δικής τους πολιτικής επιβίωσης και εκλογής στο κοινοβούλιο ως πρωτεύον ζήτημα της όποιας «ενότητας της αριστεράς». Για μια ακόμη φορά επαληθεύεται το ιστορικό δίδαγμα ότι οι μεγαλύτεροι διασπαστές, οι χειρότεροι εκπρόσωποι του παρασκηνίου στην πολιτική, οι πιο ένθερμοι θιασώτες της πολιτικής διαβολής, της συκοφαντίας, του καυγά για τις καρέκλες στην κορυφή, του παραγοντισμού και της προσωπικής προβολής, είναι πάντα εκείνοι που φωνάζουν πιο δυνατά απ’ όλους για την «ενότητα». Ιδιαίτερα όταν αυτοί μυρίζονται εξουσία.
Η κραυγή «κυβέρνηση της αριστεράς», σημαίνει πραχτικά την νομή της εξουσίας με τους ίδιους όρους που την διεκδικούσαν και οι παραδοσιακές δυνάμεις εναλλαγής στην διακυβέρνηση. Το σύνθημα αυτό απευθύνεται όχι στον λαό, αλλά στους «δικούς μας», στα στελέχη και τους οπαδούς που πεινασμένοι για εξουσία δεν νοιάζονται για τίποτε άλλο, εκτός από την άνοδό του κόμματος στην διακυβέρνηση. Προκειμένου να γίνει κάτι τέτοιο δεν υπάρχει πολιτική κωλοτούμπα που δεν θα κάνουν, δεν υπάρχει τίποτε που δεν θα ανεχθούν ή δεν θα αποδεχτούν, αρκεί να κερδίσουν το πολυπόθητο τρόπαιο: την «κυβέρνηση της αριστεράς». Είναι η «ώρα της αριστεράς», φωνάζουν ορισμένοι με το μάτι τόσο λιμασμένο για εξουσία που δεν τους ξεχωρίζεις από τους πάλαι ποτέ «πρασινοφρουρούς», ή την «γαλάζια γενιά» της παλιάς δικομματικής εναλλαγής. Ο λαός απλά πρέπει να τους αναδείξει στην εξουσία και έπειτα θα πρέπει να υποταχθεί στους νέους επιβήτορες.
Αυτός είναι κι ο λόγος που η αριστερά σήμερα δεν είναι συνώνυμο της προόδου, ούτε συνιστά αναγκαστικά μια προοδευτική δύναμη. Τα βασικά κριτήρια για τον πολιτικά προοδευτικό, ή μη χαρακτήρα μιας πολιτικής δύναμης είναι τρία:
Πρώτο, η άμεση πρακτική συμβολή της στην κοινωνικοπολιτική οργάνωση και ανασυγκρότηση του εργαζόμενου λαού, με πρωταρχικό σκοπό να οικοδομηθεί η ενότητα του ίδιου του λαού μέσα από την υπέρβαση των διαχωριστικών γραμμών ιδεολογίας και κομματικής ταυτότητας εντός του.
Δεύτερο, ο ρόλος της στην ανάπτυξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος ως κυρίαρχου πολιτικού υποκειμένου με όρους και πρακτικές που να προσιδιάζουν στις νέες ιστορικές συνθήκες που επιβάλουν εξ ανάγκης την μετωπική αναμέτρηση με το επίσημο σύστημα εξουσίας.
Τρίτο, η σχέση της με την ανάδειξη των πιο άμεσων ζωτικών αιτημάτων των άλλων εργαζομένων σε πρωτεύον πεδίο αναφοράς της πολιτικής γενικά. Και υπάρχει σήμερα πιο ζωτικό και πιεστικό αίτημα, πιο ταξικό αίτημα από την διεκδίκηση της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας, της λαϊκής αυτοδιάθεσης και κυριαρχίας ενάντια στον χρηματιστικό νεοφεουδαρχισμό της ευρωζώνης και της ΕΕ; Υπάρχει σήμερα πιο επιτακτικό αίτημα από την μονομερή διαγραφή του δημόσιου χρέους στη βάση της κατάκτησης της δημοκρατίας από τον λαό;  
Με βάση αυτά τα κριτήρια χαράσσονται οι σύγχρονες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην πρόοδο και τη συντήρηση, ανάμεσα στη δημοκρατία και την αντίδραση κι όχι με γενικές αναφορές σε αριστερές περγαμηνές, αληθινές ή ψεύτικες. Καμιά φυγή στη σφαίρα του ιδεατού σοσιαλισμού, κανένα σύνθημα του συρμού όπως «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», κανένας ταξικός όρκος στην επανάσταση, ούτε η πίστη σε κάποιο ανώτερο ιδεώδες, δεν μπορεί να κρύψει τον αντιδραστικό χαρακτήρα μιας αριστεράς που συμβάλει καθημερινά στη διάλυση των μαζικών οργανώσεων του εργατικού και λαϊκού κινήματος, που υποκαθιστά τους εργαζόμενους και το λαό με τη δική της πολιτική επικράτηση και υποτάσσει τα εργατικά και λαϊκά αιτήματα στις δικές της ιδεοληψίες, σκοπιμότητες και εσωτερικές ισορροπίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου